Hrísi vex ok háu grasi Víðars land viði; en þar mögr of læzt af mars baki frækn at hefna föður

Σάββατο 17 Μαΐου 2008

Knut Hamsun

Αυτή η πόλη είναι μικρή κι εγώ είμαι αρκετά ασυνήθιστος άνθρωπος. Δεν έχετε ιδέα για τον πόνο μου και για το γεγονός ότι σας σκέφτομαι μέρα-νύχτα Μιλάω με τους ανθρώπους, γελάω, οργανώνω ακόμα και βεγγέρες –απόψε είχα μερικούς κυρίους ως τις τέσσερεις το πρωί και στο τέλος σπάσαμε όλα τα ποτήρια- αλλά ακόμα κι όταν πίνω και τραγουδάω δε σκέφτομαι παρά μόνο εσάς, και τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Όλα μου είναι αδιάφορα από δω και πέρα και δεν ξέρω τι θ’ απογίνω. Κάντε υπομονή ακόμα δυο λεπτά. Πρέπει να σας πω κάτι. Αλλά μη φοβάστε, δε θα σας τρομάξω ούτε θα σας κάνω να ταραχτείτε. Πρέπει απλώς να σας μιλήσω, γιατί…
-Δε θα λογικευτείτε λοιπόν ποτέ; του είπε ξαφνικά, Μου το είχατε υποσχεθεί.
-Ναι, το ξέρω. Ή, μάλλον, δεν ξέρω πια. Μα δεν μπορώ να είμαι λογικός. Είμαι πρόθυμος να προσπαθήσω, πέστε μου τι πρέπει να κάνω. Ξέρετε πως μια μέρα κόντεψα να μπω με το έτσι θέλω στο σπίτι σας για να σας δω; Προσπάθησα επίσης ν’ αγωνιστώ, να ελαχιστοποιήσω τη δύναμη που έχετε απάνω μου, φτάνοντας στο σημείο να σας κακολογήσω. Δεν το ‘κανα από εκδίκηση, μα δεν άντεχα πια, πιστέψτε με. Το ‘κανα για να συνέλθω λιγάκι, για να μάθω να είμαι σκληρός. Δεν ξέρω αν αυτό ωφέλησε. Θέλησα μάλιστα να φύγω κι άρχισα να ετοιμάζω τις βαλίτσες μου. Όμως δεν μπόρεσα κι έμεινα. Πώς θα ήταν δυνατόν να φύγω; Θα πήγαινα να σας βρω αν δε μένατε πια εδώ. Κι αν δε σας έβρισκα, θα σας έψαχνα με την ελπίδα να σας ξαναδώ μια μέρα. Κι αν έβλεπα πως αυτό δεν ωφελούσε σε τίποτα, πως η ελπίδα μου μειωνόταν από μέρα σε μέρα, θα ‘μουν ευτυχισμένος να συναντήσω ένα πρόσωπο που θα σας είχε πλησιάσει, μια φίλη που θα της είχατε σφίξει το χέρι κι θα της είχατε χαμογελάσει. Να τι θα είχα κάνει. Αλλά μπορώ να φύγω από δω; Eίναι καλοκαίρι, το δάσος είναι η εκκλησία μου και τα πουλιά με αναγνωρίζουν και με κοιτάζουν κάθε πρωί όταν φτάνω. Δε θα ξεχάσω επίσης πως ήταν στολισμένη η πόλη με όλες τις σημαίες της για σας, το βράδυ που πρωτοέφτασα.. Αυτό μου είχε κάνει βαθύτατη εντύπωση. Ήμουν γοητευμένος και γεμάτος συμπάθεια. Πριν κατέβω απ’ το πλοίο τις κοίταζα πολλή ώρα. Τι βραδιά! Κι από τότε γνώρισα κι άλλες καλές στιγμές. Κάθε μέρα ξαναπαίρνω τον ίδιο δρόμο μ’ εσάς και, τις μέρες που είμαι τυχερός, μου συμβαίνει να βλέπω τα ίχνη των βημάτων σας, όπως σήμερα. Τότε κρύβομαι πίσω από μια πέτρα και σας περιμένω. Από τότε που συναντηθήκαμε για τελευταία φορά, μπόρεσα έτσι να σας δω δυο φορές. Τη μια φορά, σας περίμενα έξι ώρες… Έξι ώρες έμεινα ξαπλωμένος πίσω από την πέτρα χωρίς να τολμώ να κουνήσω, για να μην τύχει και με δείτε… Ο Θεός ξέρει που είχατε πάει τόση ώρα…
-Ήμουν στους Άντρεσεν…
-Ναι, ίσως. Σας είδα την ώρα που γυρίζατε. Δεν ήσαστε μόνη, αλλά σας είδα καθαρά και σας χαιρέτησα πίσω απ’ την πέτρα μου. Ο Θεός ξέρει τι πέρασε απ’ το μυαλό σας εκείνη την ώρα, αλλά γυρίσατε μια στιγμή προς το μέρος μου…
-Ακούστε… τρέμετε σαν να σας ανήγγειλα τη θανατική σας καταδίκη…

-Αυτό είναι. Το κατάλαβα απ’ τα παγερά σας μάτια…

Μετατρέπουμε σε διάσημους άνδρες τους πιο ευκαιριακούς επαγγελματίες, αυτούς που έτυχε να βελτιώσουν τον ηλεκτρικό συσσωρευτή ή εκείνους που, επίσης κατά τύχη, είχαν αρκετούς μυς για να κάνουν το γύρο της Σουηδίας με ποδήλατο. Κι αφήνουμε του διάσημους άνδρες να γράφουν βιβλία που ανάγουν σε υπέρτατη αξία τη λατρεία των διάσημων ανδρών! Α, είναι αλήθεια διασκεδαστικό, αξίζει τον κόπο να το ‘χει ζήσει κανείς! Τελικά κάθε κοινότητα διεκδικεί το διάσημο άνδρα της, ένα νομικό, έναν ερασιτέχνη μυθιστοριογράφο, έναν εξερευνητή των Πόλων ανεκτίμητης αξίας. Και η Γη εξακολουθεί να είναι τόσο απόλυτα ασήμαντη και επίπεδη… Ντάγκνυ, τώρα είναι η δική μου σειρά. Αποσύρομαι, γελάω με τα καμώματα σου, σε ειρωνεύομαι. Τι δουλειά έχεις εσύ μαζί μου; Δεν πρόκειται ποτέ να γίνω διάσημος ανήρ, και θα σου πω γιατί. Ας φανταστούμε πως υπάρχει μια τρομαχτική ποσότητα διασήμων ανδρών, μια λεγεώνα από ιδιοφυίες διαφορετικής σημασίας – γιατί να μην το φανταστούμε; Ε, λοιπόν ; Μήπως θα ‘πρεπε να μ’ εντυπωσιάσει η ποσότητα ; Αντίθετα, όσο κάτι υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, τόσο λιγότερη είναι η αξία του. Ή μήπως θα ‘πρεπε να κάνω ότι κάνουν όλοι; Ο κόσμος είναι πάντα ο ίδιος με τον εαυτό του, δέχεται εκείνα που είχαν δεχτεί οι προγενέστεροι, θαυμάζει, πέφτει γονατιστός ή τρέχει πίσω απ’ τους διάσημους άνδρες φωνάζοντας: Μπράβο! Θα ‘πρεπε λοιπόν να κάνω κι εγώ το ίδιο;
Κωμωδία, κωμωδία!


Θα πέθαινε, άραγε, πραγματικά; Θα πέθαινε τούτη τη νύχτα; Όχι, όχι! Όχι τούτη τη νύχτα ε; Τι παράξενη εντύπωση του έκανε αυτή η σκέψη!
Ναι, θα πέθαινε, ένιωθε πολύ καθαρά πως το δηλητήριο άρχιζε να ενεργεί μέσα στα εντόσθια του. Γιατί τώρα, γιατί τώρα αμέσως; Θεέ μου, δεν έπρεπε να γίνει έτσι. Το κεφάλι του είχε κιόλας αρχίσει να γυρίζει, άκουγε ένα βουητό μες στα κλαδιά, παρόλο που φυσούσε αέρας! Γιατί, άραγε, υπήρχαν και κόκκινα σύννεφα πάνω απ’ τα δέντρα;… Όχι, όχι αμέσως, όχι αμέσως! Μ’ ακούς; Τι μπορώ να κάνω; Δε θέλω να πεθάνω! Κύριε των δυνάμεων, τι πρέπει να κάνω; Ένας καινούργιος χείμαρρος από σκέψεις ξεχύθηκε μέσα του, με εξαιρετικά μεγάλη ορμή. Δεν ήταν έτοιμος, του έμεναν χίλια πράγματα να κάνει πριν ξεψυχήσει και το μυαλό του άναψε καθώς σκέφτηκε όλα όσα θα ‘πρεπε να είχε τακτοποιήσει. Δεν είχε πληρώσει τον λογαριασμό του ξενοδοχείου του, το ‘χε ξεχάσει, Θεέ μου, τι λάθος! Ήθελε να το διορθώσει. Έπρεπε να του χαρίσουν τη ζωή εκείνη τη νύχτα, ας του ‘διναν μια ώρα, λίγο περισσότερο από μια ώρα. Είχε επίσης ξεχάσει να γράψει ένα γράμμα, δύο μάλλον, για έναν άνθρωπο στη Φινλανδία, το θέμα αφορούσε όλη την περιουσία της αδελφής του!... Το μυαλό του είχε τέτοια διαύγεια μέσα στην απελπισία του, εργαζόταν τόσο εντατικά, ώστε θυμήθηκε ακόμα και τις συνδρομές για τα περιοδικά που διάβαζε. Είχε λησμονήσει να ειδοποιήσει και θα ‘φτανα αδιάκοπα, δε θα ‘παυαν ποτέ να φτάνουν και τελικά θα γέμιζαν το δώματιό του ως το ταβάνι. Τι μπορούσε να κάνει, τώρα που ήταν σχεδόν νεκρός;Ξερίζωσε κάτι χόρτα με τα δυο του χέρια, έπεσε μπρούμυτα και προσπάθησε να κάνει εμετό χώνοντας ένα δάχτυλο στο λαιμό του: μάταια! Όχι, δεν ήθελε να πεθάνει, όχι απόψε, ούτε αύριο, δεν ήθελε να πεθάνει ποτέ, ήθελε να ζήσει, ναι, να δει τον ήλιο μια ολόκληρη αιωνιότητα. Κι αυτή τη σταγόνα το δηλητήριο δεν ήθελε να την κρατήσει μέσα του, ήθελε να βγει πριν τον σκοτώσει, να βγει έξω, που να πάρει ο διάβολος!

4 σχόλια:

Katerina είπε...

πολύ μου άρεσε το πρώτο κειμενο..και συγχαρητηρια για τη μουσική του blog

SUN W KNIGHT είπε...

Πόσοι άραγε γνωρίζουν σήμερα τον Χάμσουν...και τα βόρεια, χορταριασμένα μονοπάτια του...?

Daria είπε...

Δεν νομίζω πως στρατιές ολόκληρες αγόραζαν κάποτε τα βιβλία του Χαμσουν, έτσι κι αλλιώς. Αυτό, το γράφω σαν σχόλιο για το από πάνω σχόλιο.
John Simon Ritchie, αν μου επιτρέπετε μια παράκληση. Να δίνετε και τους τίτλους των βιβλίων από τα οποία αντλείτε τα αποσπάσματα.
Καλημέρα και καλή βδομάδα.

John Simon Ritchie είπε...

Καλημέρα σας Daria Pavlovna.
Τα αποσπάσματα αυτά τα άντλησα από το βιβλίο του Χάμσουν, "Μυστήρια".