Πέμπτη 22 Μαΐου 2008
Giuseppe Ungaretti
Παραλλαγές σε Τίποτα
Εκείνο το αμελητέο κομμάτι της άμμου που γλιστρά
Δίχως έναν ήχο και εγκαθίσταται στην κλεψύδρα,
Και οι εφήμερες εντυπώσεις στο σαρκώδες-ροζ,
το φθαρτό σαρκώδες-ροζ, ενός σύννεφου…
Κατόπιν ένα χέρι που αναποδογυρίζει την κλεψύδρα,
Η επιστροφή για επαναρροή, της άμμου,
Η ήρεμη επαργύρωση ενός συννεφου
Στα πρώτα λίγα γκριζομολυβένια δευτερόλεπτα της αυγής…
Το χέρι στη σκιά γύρισε την κλεψύδρα,
Και το αμελητέο κομμάτι της άμμου που γλιστρά
Και είναι σιωπηλό, είναι το μόνο πράγμα που ακούγεται τώρα,
Και, ακουγόμενο, δεν εξαφανίζεται στο σκοτάδι.
Τρίτη 20 Μαΐου 2008
Yukio Mishima
Ανακάλυψα πως ο δρόμος του Samurai είναι ο θάνατος
Στις 25 Νοεμβρίου του 1970 ο Yukio Mishima, υποψήφιος τρείς φορές για το Νόμπελ λογοτεχνίας, θα προκαλέσει το πεπρωμένο του σαν ένας samurai εκτός χρόνου, πέρα από τον χρόνο. Τέσσερεις ακόμη από την ομάδα Tatenokai που είχε δημιουργήσει θα τον ακολουθήσουν. Αποφασισμένοι να πεθάνουν για να κερδίσουν την τιμή της Ιαπωνίας που είχε χαθεί και σαπίσει κάτω από τα μανιτάρια των πυρηνικών εκρήξεων της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι και κάτω από τη αδιάκοπη δυτικοποίηση και την λατρεία του χρήματος.
Θα πηγαίναν στη στρατιωτική βάση Ichigaya στο Τόκυο όπου θα έπιαναν όμηρο τον στρατηγό Mishita ώστε να μπορέσει ο Mishima να απευθυνθεί στους στρατιώτες της βάσης. Κατόπιν ο Mishima και ο υπαρχηγός του θα αυτοκτονούσαν με τον παραδοσιακό τελετουργικό Ιαπωνέζικο τρόπο – σεπούκου. Στην επίθεση αυτή θα χρησιμοποιούσαν μονάχα εγχειρίδια και ξίφη, σύμφωνα πάντα με την παράδοση των Σαμουράι. Είχαν ήδη συντάξει τα ποιήματα θανάτου τους. Αυτό ήταν το σχέδιο.
Το Ποίημα Θανάτου (jisei) του Mishima ήταν:
Στις 25 Νοεμβρίου του 1970 ο Yukio Mishima, υποψήφιος τρείς φορές για το Νόμπελ λογοτεχνίας, θα προκαλέσει το πεπρωμένο του σαν ένας samurai εκτός χρόνου, πέρα από τον χρόνο. Τέσσερεις ακόμη από την ομάδα Tatenokai που είχε δημιουργήσει θα τον ακολουθήσουν. Αποφασισμένοι να πεθάνουν για να κερδίσουν την τιμή της Ιαπωνίας που είχε χαθεί και σαπίσει κάτω από τα μανιτάρια των πυρηνικών εκρήξεων της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι και κάτω από τη αδιάκοπη δυτικοποίηση και την λατρεία του χρήματος.
Θα πηγαίναν στη στρατιωτική βάση Ichigaya στο Τόκυο όπου θα έπιαναν όμηρο τον στρατηγό Mishita ώστε να μπορέσει ο Mishima να απευθυνθεί στους στρατιώτες της βάσης. Κατόπιν ο Mishima και ο υπαρχηγός του θα αυτοκτονούσαν με τον παραδοσιακό τελετουργικό Ιαπωνέζικο τρόπο – σεπούκου. Στην επίθεση αυτή θα χρησιμοποιούσαν μονάχα εγχειρίδια και ξίφη, σύμφωνα πάντα με την παράδοση των Σαμουράι. Είχαν ήδη συντάξει τα ποιήματα θανάτου τους. Αυτό ήταν το σχέδιο.
"Εάν εκτιμούμε τόσο πολύ την αξιοπρέπεια της ζωής, πώς δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε επίσης την αξιοπρέπεια του θανάτου; Κανένας θάνατος δεν μπορεί να αποκαλεστεί ανώφελος."
Yukio Mishima
義 勇 仁 礼 誠 誉 忠
Έδεσαν και φίμωσαν τον στρατηγό. Διαδραματίστηκαν μάχες σώμα με σώμα καθώς αρκετές φορές προσπάθησαν αξιωματικοί να εισβάλλουν στο γραφείο του στρατηγού. Τελικά απωθήθηκαν από τον Mishima και την ολιγομελή ομάδα του. Χίλιοι στρατιώτες μαζεύτηκαν στον χώρο των παρελάσεων. Δύο από τους άνδρες της ομάδας Tatenokai πέταξαν από το μπαλκόνι φυλλάδια που καλούσαν σε επανάσταση για την αποκατάσταση της Ιαπωνίας. Ο Mishima βγήκε στο μπαλκόνι και κάτω από το εκκωφαντικό θόρυβο των ελικοπτέρων που πετούσαν από πάνω φώναζε:
"Οι Γιαπωνέζοι σήμερα σκέφτονται συνεχώς το χρήμα, μονάχα το χρήμα..."
Οι στρατιώτες από κάτω τον χλεύαζαν.
Ο Mishima συνέχιζε: "Το έθνος δεν έχει πνευματικές βάσεις. Για αυτό δε συμφωνείτε μαζί μου. Θα είστε μονάχα Αμερικανοί μισθοφόροι. Να στε λοιπόν στον μικροσκοπικό σας κόσμο. Δεν κάνετε τίποτα για την Ιαπωνία…Ζήτω ο αυτοκράτορας!"
"Οι Γιαπωνέζοι σήμερα σκέφτονται συνεχώς το χρήμα, μονάχα το χρήμα..."
Οι στρατιώτες από κάτω τον χλεύαζαν.
Ο Mishima συνέχιζε: "Το έθνος δεν έχει πνευματικές βάσεις. Για αυτό δε συμφωνείτε μαζί μου. Θα είστε μονάχα Αμερικανοί μισθοφόροι. Να στε λοιπόν στον μικροσκοπικό σας κόσμο. Δεν κάνετε τίποτα για την Ιαπωνία…Ζήτω ο αυτοκράτορας!"
"Νομίζω πως δεν με προσέχουν καν…" ψιθύρισε.
Ο Mishima μπήκε μέσα και αυτοκτόνησε με τον παραδοσιακό τρόπο των Σαμουράι. Το ίδιο θα κάνει και o Masakatsu Morita που ήταν μαζί του.
Η ανθρώπινη ζωή είναι περιορισμένη. Αλλά εγώ θέλω να ζήσω για πάντα, είχε γράψει σε ένα σημείωμα αυτοκτονίας προς τη γυναίκα του και έχοντας επιλέξει ελεύθερα τον δικό του αξιοπρεπή θάνατο.
Η ανθρώπινη ζωή είναι περιορισμένη. Αλλά εγώ θέλω να ζήσω για πάντα, είχε γράψει σε ένα σημείωμα αυτοκτονίας προς τη γυναίκα του και έχοντας επιλέξει ελεύθερα τον δικό του αξιοπρεπή θάνατο.
Το Ποίημα Θανάτου (jisei) του Mishima ήταν:
Μια μικρή νύχτα, θύελλα ξεσπά
Λέγοντας "η πτώση είναι η πεμπτουσία του άνθους"
Προτρέποντας αυτούς που διστάζουν
Λέγοντας "η πτώση είναι η πεμπτουσία του άνθους"
Προτρέποντας αυτούς που διστάζουν
Ποιήματα Θανάτου
Στην Ιαπωνία υπήρχε η παράδοση, αρκετοί όταν τελείωναν τη ζωή τους να συνθέτουν ένα ποίημα θανάτου. Πολλά τέτοια Γιαπωνέζικα ποιήματα θανάτου (jisei) συλλέχθηκαν από τον Yoel Hoffman στο βιβλίο Japanese Death Poems. Από αυτά μεταφράζω το επιθανάτιο ποίημα του Gesshu Soko που πέθανε το 1696.
Εισπνέω, εκπνέω
Εμπρός, πίσω
Ζώντας, πεθαίνοντας:
Βέλη, αφήνονται να εκτοξευθούν το ένα στο άλλο
Συναντιούνται στην μέση του δρόμου και κόβουν
Το κενό στην άσκοπη πτήση –
-
Άρα επιστρέφω στην πηγή.
Εισπνέω, εκπνέω
Εμπρός, πίσω
Ζώντας, πεθαίνοντας:
Βέλη, αφήνονται να εκτοξευθούν το ένα στο άλλο
Συναντιούνται στην μέση του δρόμου και κόβουν
Το κενό στην άσκοπη πτήση –
-
Άρα επιστρέφω στην πηγή.
Σάββατο 17 Μαΐου 2008
Knut Hamsun
Αυτή η πόλη είναι μικρή κι εγώ είμαι αρκετά ασυνήθιστος άνθρωπος. Δεν έχετε ιδέα για τον πόνο μου και για το γεγονός ότι σας σκέφτομαι μέρα-νύχτα Μιλάω με τους ανθρώπους, γελάω, οργανώνω ακόμα και βεγγέρες –απόψε είχα μερικούς κυρίους ως τις τέσσερεις το πρωί και στο τέλος σπάσαμε όλα τα ποτήρια- αλλά ακόμα κι όταν πίνω και τραγουδάω δε σκέφτομαι παρά μόνο εσάς, και τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Όλα μου είναι αδιάφορα από δω και πέρα και δεν ξέρω τι θ’ απογίνω. Κάντε υπομονή ακόμα δυο λεπτά. Πρέπει να σας πω κάτι. Αλλά μη φοβάστε, δε θα σας τρομάξω ούτε θα σας κάνω να ταραχτείτε. Πρέπει απλώς να σας μιλήσω, γιατί…
-Δε θα λογικευτείτε λοιπόν ποτέ; του είπε ξαφνικά, Μου το είχατε υποσχεθεί.
-Ναι, το ξέρω. Ή, μάλλον, δεν ξέρω πια. Μα δεν μπορώ να είμαι λογικός. Είμαι πρόθυμος να προσπαθήσω, πέστε μου τι πρέπει να κάνω. Ξέρετε πως μια μέρα κόντεψα να μπω με το έτσι θέλω στο σπίτι σας για να σας δω; Προσπάθησα επίσης ν’ αγωνιστώ, να ελαχιστοποιήσω τη δύναμη που έχετε απάνω μου, φτάνοντας στο σημείο να σας κακολογήσω. Δεν το ‘κανα από εκδίκηση, μα δεν άντεχα πια, πιστέψτε με. Το ‘κανα για να συνέλθω λιγάκι, για να μάθω να είμαι σκληρός. Δεν ξέρω αν αυτό ωφέλησε. Θέλησα μάλιστα να φύγω κι άρχισα να ετοιμάζω τις βαλίτσες μου. Όμως δεν μπόρεσα κι έμεινα. Πώς θα ήταν δυνατόν να φύγω; Θα πήγαινα να σας βρω αν δε μένατε πια εδώ. Κι αν δε σας έβρισκα, θα σας έψαχνα με την ελπίδα να σας ξαναδώ μια μέρα. Κι αν έβλεπα πως αυτό δεν ωφελούσε σε τίποτα, πως η ελπίδα μου μειωνόταν από μέρα σε μέρα, θα ‘μουν ευτυχισμένος να συναντήσω ένα πρόσωπο που θα σας είχε πλησιάσει, μια φίλη που θα της είχατε σφίξει το χέρι κι θα της είχατε χαμογελάσει. Να τι θα είχα κάνει. Αλλά μπορώ να φύγω από δω; Eίναι καλοκαίρι, το δάσος είναι η εκκλησία μου και τα πουλιά με αναγνωρίζουν και με κοιτάζουν κάθε πρωί όταν φτάνω. Δε θα ξεχάσω επίσης πως ήταν στολισμένη η πόλη με όλες τις σημαίες της για σας, το βράδυ που πρωτοέφτασα.. Αυτό μου είχε κάνει βαθύτατη εντύπωση. Ήμουν γοητευμένος και γεμάτος συμπάθεια. Πριν κατέβω απ’ το πλοίο τις κοίταζα πολλή ώρα. Τι βραδιά! Κι από τότε γνώρισα κι άλλες καλές στιγμές. Κάθε μέρα ξαναπαίρνω τον ίδιο δρόμο μ’ εσάς και, τις μέρες που είμαι τυχερός, μου συμβαίνει να βλέπω τα ίχνη των βημάτων σας, όπως σήμερα. Τότε κρύβομαι πίσω από μια πέτρα και σας περιμένω. Από τότε που συναντηθήκαμε για τελευταία φορά, μπόρεσα έτσι να σας δω δυο φορές. Τη μια φορά, σας περίμενα έξι ώρες… Έξι ώρες έμεινα ξαπλωμένος πίσω από την πέτρα χωρίς να τολμώ να κουνήσω, για να μην τύχει και με δείτε… Ο Θεός ξέρει που είχατε πάει τόση ώρα…
-Ήμουν στους Άντρεσεν…
-Ναι, ίσως. Σας είδα την ώρα που γυρίζατε. Δεν ήσαστε μόνη, αλλά σας είδα καθαρά και σας χαιρέτησα πίσω απ’ την πέτρα μου. Ο Θεός ξέρει τι πέρασε απ’ το μυαλό σας εκείνη την ώρα, αλλά γυρίσατε μια στιγμή προς το μέρος μου…
-Ακούστε… τρέμετε σαν να σας ανήγγειλα τη θανατική σας καταδίκη…
-Αυτό είναι. Το κατάλαβα απ’ τα παγερά σας μάτια…
-Δε θα λογικευτείτε λοιπόν ποτέ; του είπε ξαφνικά, Μου το είχατε υποσχεθεί.
-Ναι, το ξέρω. Ή, μάλλον, δεν ξέρω πια. Μα δεν μπορώ να είμαι λογικός. Είμαι πρόθυμος να προσπαθήσω, πέστε μου τι πρέπει να κάνω. Ξέρετε πως μια μέρα κόντεψα να μπω με το έτσι θέλω στο σπίτι σας για να σας δω; Προσπάθησα επίσης ν’ αγωνιστώ, να ελαχιστοποιήσω τη δύναμη που έχετε απάνω μου, φτάνοντας στο σημείο να σας κακολογήσω. Δεν το ‘κανα από εκδίκηση, μα δεν άντεχα πια, πιστέψτε με. Το ‘κανα για να συνέλθω λιγάκι, για να μάθω να είμαι σκληρός. Δεν ξέρω αν αυτό ωφέλησε. Θέλησα μάλιστα να φύγω κι άρχισα να ετοιμάζω τις βαλίτσες μου. Όμως δεν μπόρεσα κι έμεινα. Πώς θα ήταν δυνατόν να φύγω; Θα πήγαινα να σας βρω αν δε μένατε πια εδώ. Κι αν δε σας έβρισκα, θα σας έψαχνα με την ελπίδα να σας ξαναδώ μια μέρα. Κι αν έβλεπα πως αυτό δεν ωφελούσε σε τίποτα, πως η ελπίδα μου μειωνόταν από μέρα σε μέρα, θα ‘μουν ευτυχισμένος να συναντήσω ένα πρόσωπο που θα σας είχε πλησιάσει, μια φίλη που θα της είχατε σφίξει το χέρι κι θα της είχατε χαμογελάσει. Να τι θα είχα κάνει. Αλλά μπορώ να φύγω από δω; Eίναι καλοκαίρι, το δάσος είναι η εκκλησία μου και τα πουλιά με αναγνωρίζουν και με κοιτάζουν κάθε πρωί όταν φτάνω. Δε θα ξεχάσω επίσης πως ήταν στολισμένη η πόλη με όλες τις σημαίες της για σας, το βράδυ που πρωτοέφτασα.. Αυτό μου είχε κάνει βαθύτατη εντύπωση. Ήμουν γοητευμένος και γεμάτος συμπάθεια. Πριν κατέβω απ’ το πλοίο τις κοίταζα πολλή ώρα. Τι βραδιά! Κι από τότε γνώρισα κι άλλες καλές στιγμές. Κάθε μέρα ξαναπαίρνω τον ίδιο δρόμο μ’ εσάς και, τις μέρες που είμαι τυχερός, μου συμβαίνει να βλέπω τα ίχνη των βημάτων σας, όπως σήμερα. Τότε κρύβομαι πίσω από μια πέτρα και σας περιμένω. Από τότε που συναντηθήκαμε για τελευταία φορά, μπόρεσα έτσι να σας δω δυο φορές. Τη μια φορά, σας περίμενα έξι ώρες… Έξι ώρες έμεινα ξαπλωμένος πίσω από την πέτρα χωρίς να τολμώ να κουνήσω, για να μην τύχει και με δείτε… Ο Θεός ξέρει που είχατε πάει τόση ώρα…
-Ήμουν στους Άντρεσεν…
-Ναι, ίσως. Σας είδα την ώρα που γυρίζατε. Δεν ήσαστε μόνη, αλλά σας είδα καθαρά και σας χαιρέτησα πίσω απ’ την πέτρα μου. Ο Θεός ξέρει τι πέρασε απ’ το μυαλό σας εκείνη την ώρα, αλλά γυρίσατε μια στιγμή προς το μέρος μου…
-Ακούστε… τρέμετε σαν να σας ανήγγειλα τη θανατική σας καταδίκη…
-Αυτό είναι. Το κατάλαβα απ’ τα παγερά σας μάτια…
Μετατρέπουμε σε διάσημους άνδρες τους πιο ευκαιριακούς επαγγελματίες, αυτούς που έτυχε να βελτιώσουν τον ηλεκτρικό συσσωρευτή ή εκείνους που, επίσης κατά τύχη, είχαν αρκετούς μυς για να κάνουν το γύρο της Σουηδίας με ποδήλατο. Κι αφήνουμε του διάσημους άνδρες να γράφουν βιβλία που ανάγουν σε υπέρτατη αξία τη λατρεία των διάσημων ανδρών! Α, είναι αλήθεια διασκεδαστικό, αξίζει τον κόπο να το ‘χει ζήσει κανείς! Τελικά κάθε κοινότητα διεκδικεί το διάσημο άνδρα της, ένα νομικό, έναν ερασιτέχνη μυθιστοριογράφο, έναν εξερευνητή των Πόλων ανεκτίμητης αξίας. Και η Γη εξακολουθεί να είναι τόσο απόλυτα ασήμαντη και επίπεδη… Ντάγκνυ, τώρα είναι η δική μου σειρά. Αποσύρομαι, γελάω με τα καμώματα σου, σε ειρωνεύομαι. Τι δουλειά έχεις εσύ μαζί μου; Δεν πρόκειται ποτέ να γίνω διάσημος ανήρ, και θα σου πω γιατί. Ας φανταστούμε πως υπάρχει μια τρομαχτική ποσότητα διασήμων ανδρών, μια λεγεώνα από ιδιοφυίες διαφορετικής σημασίας – γιατί να μην το φανταστούμε; Ε, λοιπόν ; Μήπως θα ‘πρεπε να μ’ εντυπωσιάσει η ποσότητα ; Αντίθετα, όσο κάτι υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, τόσο λιγότερη είναι η αξία του. Ή μήπως θα ‘πρεπε να κάνω ότι κάνουν όλοι; Ο κόσμος είναι πάντα ο ίδιος με τον εαυτό του, δέχεται εκείνα που είχαν δεχτεί οι προγενέστεροι, θαυμάζει, πέφτει γονατιστός ή τρέχει πίσω απ’ τους διάσημους άνδρες φωνάζοντας: Μπράβο! Θα ‘πρεπε λοιπόν να κάνω κι εγώ το ίδιο;
Κωμωδία, κωμωδία!
Θα πέθαινε, άραγε, πραγματικά; Θα πέθαινε τούτη τη νύχτα; Όχι, όχι! Όχι τούτη τη νύχτα ε; Τι παράξενη εντύπωση του έκανε αυτή η σκέψη!
Ναι, θα πέθαινε, ένιωθε πολύ καθαρά πως το δηλητήριο άρχιζε να ενεργεί μέσα στα εντόσθια του. Γιατί τώρα, γιατί τώρα αμέσως; Θεέ μου, δεν έπρεπε να γίνει έτσι. Το κεφάλι του είχε κιόλας αρχίσει να γυρίζει, άκουγε ένα βουητό μες στα κλαδιά, παρόλο που φυσούσε αέρας! Γιατί, άραγε, υπήρχαν και κόκκινα σύννεφα πάνω απ’ τα δέντρα;… Όχι, όχι αμέσως, όχι αμέσως! Μ’ ακούς; Τι μπορώ να κάνω; Δε θέλω να πεθάνω! Κύριε των δυνάμεων, τι πρέπει να κάνω; Ένας καινούργιος χείμαρρος από σκέψεις ξεχύθηκε μέσα του, με εξαιρετικά μεγάλη ορμή. Δεν ήταν έτοιμος, του έμεναν χίλια πράγματα να κάνει πριν ξεψυχήσει και το μυαλό του άναψε καθώς σκέφτηκε όλα όσα θα ‘πρεπε να είχε τακτοποιήσει. Δεν είχε πληρώσει τον λογαριασμό του ξενοδοχείου του, το ‘χε ξεχάσει, Θεέ μου, τι λάθος! Ήθελε να το διορθώσει. Έπρεπε να του χαρίσουν τη ζωή εκείνη τη νύχτα, ας του ‘διναν μια ώρα, λίγο περισσότερο από μια ώρα. Είχε επίσης ξεχάσει να γράψει ένα γράμμα, δύο μάλλον, για έναν άνθρωπο στη Φινλανδία, το θέμα αφορούσε όλη την περιουσία της αδελφής του!... Το μυαλό του είχε τέτοια διαύγεια μέσα στην απελπισία του, εργαζόταν τόσο εντατικά, ώστε θυμήθηκε ακόμα και τις συνδρομές για τα περιοδικά που διάβαζε. Είχε λησμονήσει να ειδοποιήσει και θα ‘φτανα αδιάκοπα, δε θα ‘παυαν ποτέ να φτάνουν και τελικά θα γέμιζαν το δώματιό του ως το ταβάνι. Τι μπορούσε να κάνει, τώρα που ήταν σχεδόν νεκρός;Ξερίζωσε κάτι χόρτα με τα δυο του χέρια, έπεσε μπρούμυτα και προσπάθησε να κάνει εμετό χώνοντας ένα δάχτυλο στο λαιμό του: μάταια! Όχι, δεν ήθελε να πεθάνει, όχι απόψε, ούτε αύριο, δεν ήθελε να πεθάνει ποτέ, ήθελε να ζήσει, ναι, να δει τον ήλιο μια ολόκληρη αιωνιότητα. Κι αυτή τη σταγόνα το δηλητήριο δεν ήθελε να την κρατήσει μέσα του, ήθελε να βγει πριν τον σκοτώσει, να βγει έξω, που να πάρει ο διάβολος!
Θα πέθαινε, άραγε, πραγματικά; Θα πέθαινε τούτη τη νύχτα; Όχι, όχι! Όχι τούτη τη νύχτα ε; Τι παράξενη εντύπωση του έκανε αυτή η σκέψη!
Ναι, θα πέθαινε, ένιωθε πολύ καθαρά πως το δηλητήριο άρχιζε να ενεργεί μέσα στα εντόσθια του. Γιατί τώρα, γιατί τώρα αμέσως; Θεέ μου, δεν έπρεπε να γίνει έτσι. Το κεφάλι του είχε κιόλας αρχίσει να γυρίζει, άκουγε ένα βουητό μες στα κλαδιά, παρόλο που φυσούσε αέρας! Γιατί, άραγε, υπήρχαν και κόκκινα σύννεφα πάνω απ’ τα δέντρα;… Όχι, όχι αμέσως, όχι αμέσως! Μ’ ακούς; Τι μπορώ να κάνω; Δε θέλω να πεθάνω! Κύριε των δυνάμεων, τι πρέπει να κάνω; Ένας καινούργιος χείμαρρος από σκέψεις ξεχύθηκε μέσα του, με εξαιρετικά μεγάλη ορμή. Δεν ήταν έτοιμος, του έμεναν χίλια πράγματα να κάνει πριν ξεψυχήσει και το μυαλό του άναψε καθώς σκέφτηκε όλα όσα θα ‘πρεπε να είχε τακτοποιήσει. Δεν είχε πληρώσει τον λογαριασμό του ξενοδοχείου του, το ‘χε ξεχάσει, Θεέ μου, τι λάθος! Ήθελε να το διορθώσει. Έπρεπε να του χαρίσουν τη ζωή εκείνη τη νύχτα, ας του ‘διναν μια ώρα, λίγο περισσότερο από μια ώρα. Είχε επίσης ξεχάσει να γράψει ένα γράμμα, δύο μάλλον, για έναν άνθρωπο στη Φινλανδία, το θέμα αφορούσε όλη την περιουσία της αδελφής του!... Το μυαλό του είχε τέτοια διαύγεια μέσα στην απελπισία του, εργαζόταν τόσο εντατικά, ώστε θυμήθηκε ακόμα και τις συνδρομές για τα περιοδικά που διάβαζε. Είχε λησμονήσει να ειδοποιήσει και θα ‘φτανα αδιάκοπα, δε θα ‘παυαν ποτέ να φτάνουν και τελικά θα γέμιζαν το δώματιό του ως το ταβάνι. Τι μπορούσε να κάνει, τώρα που ήταν σχεδόν νεκρός;Ξερίζωσε κάτι χόρτα με τα δυο του χέρια, έπεσε μπρούμυτα και προσπάθησε να κάνει εμετό χώνοντας ένα δάχτυλο στο λαιμό του: μάταια! Όχι, δεν ήθελε να πεθάνει, όχι απόψε, ούτε αύριο, δεν ήθελε να πεθάνει ποτέ, ήθελε να ζήσει, ναι, να δει τον ήλιο μια ολόκληρη αιωνιότητα. Κι αυτή τη σταγόνα το δηλητήριο δεν ήθελε να την κρατήσει μέσα του, ήθελε να βγει πριν τον σκοτώσει, να βγει έξω, που να πάρει ο διάβολος!
Τετάρτη 14 Μαΐου 2008
Georg Trakl
Μονάχα αυτός που περιφρονεί την τύχη αποκτά την επίγνωση
Θρήνος (Klage)
Ανόνειρος ύπνος —οι σκοτεινιασμένοι Αετοί
ολόνυχτα χιμάν πα' στο κεφάλι μου,
το χρυσαφένιο είδωλο τ' ανθρώπου πνιγμένο
σ' άχρονες παλίρροιες. Στα κοφτερά βράχια
το μαβί του κουφάρι. Σκοτεινές
ηχές ηχούν γυρ' απ' τις θάλασσες.
Τρικυμιασμένη αδερφή της θλίψης, δες
το έρημο βαρκάκι μας βυθίζεται
κάτω απ' τ' αστέρια:
στης νύχτας το σιωπηλό το πρόσωπο.
Θρήνος (Klage)
Ανόνειρος ύπνος —οι σκοτεινιασμένοι Αετοί
ολόνυχτα χιμάν πα' στο κεφάλι μου,
το χρυσαφένιο είδωλο τ' ανθρώπου πνιγμένο
σ' άχρονες παλίρροιες. Στα κοφτερά βράχια
το μαβί του κουφάρι. Σκοτεινές
ηχές ηχούν γυρ' απ' τις θάλασσες.
Τρικυμιασμένη αδερφή της θλίψης, δες
το έρημο βαρκάκι μας βυθίζεται
κάτω απ' τ' αστέρια:
στης νύχτας το σιωπηλό το πρόσωπο.
Τρίτη 13 Μαΐου 2008
Invictus
Out of the night that covers me,
Black as the Pit from pole to pole,
I thank whatever gods may be
For my unconquerable soul.
In the fell clutch of circumstance
I have not winced nor cried aloud.
Under the bludgeonings of chance
My head is bloody, but unbowed.
Beyond this place of wrath and tears
Looms but the Horror of the shade,
And yet the menace of the years
Finds, and shall find, me unafraid.
It matters not how strait the gate,
How charged with punishments the scroll,
I am the master of my fate:
I am the captain of my soul.
William Ernest Henley
Black as the Pit from pole to pole,
I thank whatever gods may be
For my unconquerable soul.
In the fell clutch of circumstance
I have not winced nor cried aloud.
Under the bludgeonings of chance
My head is bloody, but unbowed.
Beyond this place of wrath and tears
Looms but the Horror of the shade,
And yet the menace of the years
Finds, and shall find, me unafraid.
It matters not how strait the gate,
How charged with punishments the scroll,
I am the master of my fate:
I am the captain of my soul.
William Ernest Henley
Δευτέρα 12 Μαΐου 2008
Georges Simenon
Ας υποθέσουμε ότι σας λένε πως από δω και πέρα δεν θα τρώτε παρά σαλάμι και ξερό ψωμί. Δεν θα προσπαθούσατε να πείσετε τον εαυτό σας ότι το σαλάμι και το ξερό ψωμί είναι υπέροχα;
…Πρέπει να καταλάβετε μόνο ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου αναρωτήθηκα κοιτάζοντας με στον καθρέφτη:
- Ποιος λόγος υπάρχει για να συνεχίσεις να ζεις έτσι; Ναι, ποιός; Και ίσως κι εσείςνα κάνετε την ίδια ερώτηση στον εαυτό σας, ίσως και πολλοί άλλοι από τους αναγνώστες σας. Ποιος λόγος ; Κανείς! Να, λοιπόν, τι ανακάλυψα σκεπτόμενος απλά και ψύχραιμα, για πράγματα που τα βλέπουμε πάντα με μισό μάτι.
Ουσιαστικά, παρέμενα πληρεξούσιος της εταιρίας από συνήθεια, σύζυγος της γυναίκας μου και πατέρας των παιδιών μου από συνήθεια, γιατί κάποιος, δεν ξέρω ποιος, αποφάσισε ότι έτσι ήταν και όχι αλλιώς.
Και αν εγώ ήθελα τα πράγματα να είναι αλλιώς;
Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο απλά γίνονται όλα, όταν παίρνει κανείς αυτήν την απόφαση, Δεν χρειάζεται να ασχολείται με το τι σκέφτεται ο Τάδε ή ο Δείνα, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, τι είναι πρέπον ή όχι, σωστό ή λάθος.
Έτσι, στο σπίτι, όταν τύχαινε να φύγω ακόμη και για τη γειτονική πόλη, έπρεπε να ετοιμάσω αποσκευές, να τηλεφωνήσω για να κρατήσω δωμάτιο στο ξενοδοχείο.
Εγώ, τώρα, πήγα με την ησυχία μου στο σταθμό και πήρα ένα εισιτήριο για το Άμστερνταμ, ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή!
… Επί σαράντα χρόνια βαριόμουν. Επί σαράντα χρόνια αντίκριζα τη ζωή με τον τρόπο που κοιτάζει ένας φτωχός, με τη μούρη κολλημένη στο τζάμι ενός ζαχαροπλαστείου, τους άλλους να τρώνε γλυκά.
Τώρα ξέρω ότι τα γλυκά ανήκουν σ’ αυτούς που μπαίνουν στον κόπο να τα πάρουν…
- Ποιος λόγος υπάρχει για να συνεχίσεις να ζεις έτσι; Ναι, ποιός; Και ίσως κι εσείςνα κάνετε την ίδια ερώτηση στον εαυτό σας, ίσως και πολλοί άλλοι από τους αναγνώστες σας. Ποιος λόγος ; Κανείς! Να, λοιπόν, τι ανακάλυψα σκεπτόμενος απλά και ψύχραιμα, για πράγματα που τα βλέπουμε πάντα με μισό μάτι.
Ουσιαστικά, παρέμενα πληρεξούσιος της εταιρίας από συνήθεια, σύζυγος της γυναίκας μου και πατέρας των παιδιών μου από συνήθεια, γιατί κάποιος, δεν ξέρω ποιος, αποφάσισε ότι έτσι ήταν και όχι αλλιώς.
Και αν εγώ ήθελα τα πράγματα να είναι αλλιώς;
Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο απλά γίνονται όλα, όταν παίρνει κανείς αυτήν την απόφαση, Δεν χρειάζεται να ασχολείται με το τι σκέφτεται ο Τάδε ή ο Δείνα, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, τι είναι πρέπον ή όχι, σωστό ή λάθος.
Έτσι, στο σπίτι, όταν τύχαινε να φύγω ακόμη και για τη γειτονική πόλη, έπρεπε να ετοιμάσω αποσκευές, να τηλεφωνήσω για να κρατήσω δωμάτιο στο ξενοδοχείο.
Εγώ, τώρα, πήγα με την ησυχία μου στο σταθμό και πήρα ένα εισιτήριο για το Άμστερνταμ, ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή!
… Επί σαράντα χρόνια βαριόμουν. Επί σαράντα χρόνια αντίκριζα τη ζωή με τον τρόπο που κοιτάζει ένας φτωχός, με τη μούρη κολλημένη στο τζάμι ενός ζαχαροπλαστείου, τους άλλους να τρώνε γλυκά.
Τώρα ξέρω ότι τα γλυκά ανήκουν σ’ αυτούς που μπαίνουν στον κόπο να τα πάρουν…
ΚΕΕΣ ΠΟΠΙΝΓΚΑ
…Έκανε τις ασκήσεις του και τον περίπατο του στο υπόστεγο. Ο γιατρός, του οποίου το όνομα δεν ήξερε, ενδιαφερόταν για εκείνον.
-Υπάρχει κάτι που θα σας ευχαριστούσε; τον ρώτησε μια μέρα.
Και όπως ήταν ακόμη πολύ νωρίς, ο Πόπινγκα απάντησε:
-Ένα τετράδιο και ένα μολύβι.
Ναι, ήταν πολύ νωρίς, και απόδειξη ότι στην αρχή του τετραδίου έγραψε, ηθελημένα, με μεγαλόπρεπα γράμματα:
Η αλήθεια για την περίπτωση του Κέες Πόπινγκα
Είχε πάρα πολλές ιδέες πάνω σ’ αυτό το θέμα. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα γέμιζε όλο το τετράδιο και θα ζητούσε κι άλλα, για να αφήσει πίσω του μια μελέτη πλήρη και αληθή για την περίπτωσή του.
Είχε καιρό να σκεφτεί. Την πρώτη ημέρα έκανε μόνο κάτι αραβουργήματα κάτω από τον τίτλο για να τον διακοσμήσει όπως τους τίτλος την εποχή του ρομαντισμού. Μετά έβαλε το τετράδιο κάτω από το στρώμα του και την επόμενη, αφού το κοίταξε για πολλή ώρα, το ξανάβαλε στη θέση του ...
…Έκανε τις ασκήσεις του και τον περίπατο του στο υπόστεγο. Ο γιατρός, του οποίου το όνομα δεν ήξερε, ενδιαφερόταν για εκείνον.
-Υπάρχει κάτι που θα σας ευχαριστούσε; τον ρώτησε μια μέρα.
Και όπως ήταν ακόμη πολύ νωρίς, ο Πόπινγκα απάντησε:
-Ένα τετράδιο και ένα μολύβι.
Ναι, ήταν πολύ νωρίς, και απόδειξη ότι στην αρχή του τετραδίου έγραψε, ηθελημένα, με μεγαλόπρεπα γράμματα:
Η αλήθεια για την περίπτωση του Κέες Πόπινγκα
Είχε πάρα πολλές ιδέες πάνω σ’ αυτό το θέμα. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα γέμιζε όλο το τετράδιο και θα ζητούσε κι άλλα, για να αφήσει πίσω του μια μελέτη πλήρη και αληθή για την περίπτωσή του.
Είχε καιρό να σκεφτεί. Την πρώτη ημέρα έκανε μόνο κάτι αραβουργήματα κάτω από τον τίτλο για να τον διακοσμήσει όπως τους τίτλος την εποχή του ρομαντισμού. Μετά έβαλε το τετράδιο κάτω από το στρώμα του και την επόμενη, αφού το κοίταξε για πολλή ώρα, το ξανάβαλε στη θέση του ...
...ο γιατρός είχε την ιδέα να του ζητήσει το τετράδιο που του είχε δώσει για να γράψει τα απομνημονεύματά του και όπου μπορούσε κανείς να διαβάσει ακόμη μόνο μία φράση:
Η αλήθεια για την περίπτωση του Κέες Πόπινγκα
Ο γιατρός σήκωσε έκπληκτος τα μάτια του, με ύφος που αναρωτιόταν γιατί ο ασθενής του δεν είχε γράψει περισσότερα. Και ο Πόπινγκα, μ’ ένα βεβιασμένο χαμόγελο, αισθάνθηκε υποχρεωμένος να μουρμουρίσει:
Η αλήθεια για την περίπτωση του Κέες Πόπινγκα
Ο γιατρός σήκωσε έκπληκτος τα μάτια του, με ύφος που αναρωτιόταν γιατί ο ασθενής του δεν είχε γράψει περισσότερα. Και ο Πόπινγκα, μ’ ένα βεβιασμένο χαμόγελο, αισθάνθηκε υποχρεωμένος να μουρμουρίσει:
-Δεν υπάρχει αλήθεια, έτσι δεν είναι;
Κυριακή 11 Μαΐου 2008
Gottfried Benn
Παρασκευή 2 Μαΐου 2008
Ezra Pound - Κ Α Ν Τ Ο Χ I V
Κ Α Ν Τ Ο Χ I V
Io venni in luogo d' ogni luce muto;
Βρώμα από βρεγμένο κάρβουνο, οι πολιτικάντηδες
.............ε και .....ν, με τους καρπούς των χεριών τους δεμένους
στα σφυρά,
Nα στέκονται γυμνόκωλοι,
μούρες πασαλειμμένες στα πισινά τους,
διάπλατο μάτι σε πλακωτά κωλομέρια,
Nα κρέμονται τρίχες αντί για γένια,
Nα μιλάνε στις συγκεντρώσεις με τις κωλοτρυπίδες τους,
N' απευθύνονται στα πλήθη του βορβόρου,σαλαμάνδρες, νεροσάλιαγκες, νεροσκούληκα,
Kι ανάμεσά τους ο ......ρ,
μια πεντακάθαρη πετσέτα φαγητού
Xωμένη κάτω από το πέος του,
και ο ............μ
Που σιχαινόταν τη δημοτική γλώσσα,
Κολλαριστοί, αλλά βρώμικοι, γιακάδες
που του περιορίζουν τα πόδια,
Και το σπυριασμένο δέρμα όλο τρίχες
πιέζει τις άκρες του γιακά,
Κερδοσκόποι που πίνουν αίμα γλυκασμένο με σκατό,
Και πίσω τους ο .......φ και οι οικονομολόγοι
με συρματόσκοινα να τους χτυπούν.
Και οι προδότες της γλώσσας
ο ........ν και η συμμορία του τύπου
Και κείνοι πού 'λεγαν ψέματα επ' αμοιβή,
οι διεστραμμένοι, οι διαστροφείς της γλώσσας,
οι διεστραμμένοι, που βάζουν την ασέλγεια του χρήματος
Πάνω απ' τις απολαύσεις των αισθήσεων,
στριγκλίζουν, σαν κακαρίσματα τυπογραφείου,
πάταγος πιεστηρίου,
φύσημα σκόνης και χαρτιών που πετούν,
ιδρώτας, βρώμα και δυσωδία από σάπια πορτοκάλια,
κοπριά, τελικός βόθρος του σύμπαντος,
mysterium, θειάφι,
κι ο μικρόψυχος, να 'χει λυσσάξει,
να βουτάει διαμάντια στη λάσπη,
και να ουρλιάζει που τα βρίσκει πεντακάθαρα,
μανάδες σαδίστριες που σπρώχνουν τις κόρες τους να πλαγιάσουν με χούφταλα,
γουρούνες που τρώνε τα νιογέννητά τους,
κι εδώ η επιγραφή ΕΙΚΩΝ ΓΗΣ,
κι εδώ: ΑΛΛΑΓΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
αναλιγώνονται σαν πρόστυχο κερί,
λειωμένα κεριά, οι γλουτοί να βουλιάζουν όλο και πιο χαμηλά,
πρόσωπα που βουτάνε κάτω από χοιρομέρια,
Και μες στη λάσπη αποκάτω τους,
γυρισμένοι ανάποδα, πατούσα με πατούσα,
παλάμη με παλάμη, οι πράχτορες προβοκάτορες
Οι δολοφόνοι του Πίαρς και του Μακντόουναφ,
ο Λοχαγός Χ. ο αρχιβασανιστής,
Το πετρωμένο σκατό που ήταν ο Βέρρης,
οι μισαλλόδοξοι, ο Καλβίνος και ο Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς!
Κατσαρίδες, που χώνονται μες στο σκατό,
Μαραγκιασμένο το χώμα, η λάσπη κομμάτια-κομμάτια,
χαμένα περιγράμματα, διαβρώσεις.
Πάνω απ' τη σαπίλα της κόλασης
η μεγάλη κωλοτρυπίδα,
πνιγμένη στις αιμορροΐδες,
κρεμαστοί σταλακτίτες,
λιγδεροί σαν τον ουρανό πάνω απ' το Ουέστμινστερ,
οι αφανείς, πολλοί Άγγλοι,
ο τόπος χωρίς ενδιαφέρον,τελευταίος βούρκος, ύστατο ξεχαρβάλωμα,
οι αντισταυροφόροι, να πορδίζουν μες στο μετάξι,
να ανεμίζουν τα Χριστιανικά σύμβολα,
........να μαλακίζουν μια τσίγκινη σφυρίχτρα της δεκάρας,
Μύγες που μεταφέρουν ειδήσεις, άρπυιες να τσιρλίζουν στον αέρα,
Ο βούρκος με τους πρόστυχους ψεύτες,
βόρβορος ηλιθιοτήτων,
μοχθηρές ηλιθιότητες, και ηλιθιότητες,
το χώμα ζωντανό πύο, γεμάτο από βρωμερά ζωύφια,
ψόφια σκουλήκια που γεννούν ζωντανά σκουλήκια,
φτωχονοικοκυραίοι,
τοκογλύφοι που ζουλάνε μουνόψειρες,νταβατζήδες της εξουσίας,
pets-de-loup, καθισμένοι πάνω σε στοίβες πέτρινα βιβλία,
σκεπάζουν με φιλολογία τα κείμενα,
και τα κρύβουν κάτω απ' το σώμα τους,
ο αέρας χωρίς το καταφύγιο της σιωπής,
κοπάδι ψείρες που βγάζουν δόντια,
και πάνω απ' όλα αυτά ο στόμφος των ρητόρων,
το κωλορέψιμο των φαρισαίων.
Και invidia,
η corruptio, βρώμα, φαρμακερό μανιτάρι,
ρευστά ζώα, λειωμένες οστεώσεις,
αργή αποσύνθεση, βρωμερό κάψιμο,
γόπες από πούρα μασημένες, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς τραγωδία,
ο .....m Episcopus, ανεμίζει ένα προφυλακτικό γεμάτο κατσαρίδες,
οι μονοπωλιστές, αυτοί που εμποδίζουν τη γνώση,
αυτοί που εμποδίζουν την κατανομή.
Ezra Pound - Kanto XLV
KANTO XLV
Με την Usura
Με την τοκογλυφία κανένας άνθρωπος δεν έχει σπίτι από καλή πέτρα
τ' αγκωνάρια πελεκημένα κι' αρμοσμένα καλά
ώστε το σχέδιο να καλύψει το πρόσωπο τους,
με την τοκογλυφία
κανείς δεν έχει ζωγραφιστό παράδεισο στον τοίχο της εκκλησιάς του
harpes et luthes
ή εκεί που η παρθένα δέχεται το μήνυμα
και το φωτοστέφανο προβάλλει απ' τη χάραξη,
με την τοκογλυφία
κανείς δε βλέπει τον Γκοτζάγκα τους κληρονόμους του και τις παλλακίδες του,
κανένας πίνακας δε γίνεται για ν' αντέξει ούτε για να ζήσεις μαζί του,
αλλά γίνεται για να πουληθεί και μάλιστα γρήγορα
με την τοκογλυφία, αμαρτία ενάντια στη φύση,
είναι το ψωμί σου πάντα από μπαγιάτικα ψίχουλα
είναι το ψωμί σου στεγνό σα χαρτί,
χωρίς βουνήσιο στάρι, χωρίς γερό αλεύρι
με την τοκογλυφία η γραμμή γίνεται χοντρή
με την τοκογλυφία δεν είναι ξεκάθαρη η χάραξη
κι' ο άνθρωπος δε βρίσκει τόπο να στεριώσει.
Ο λατόμος δε μπορεί να πλησιάσει την πέτρα του
ο υφαντής δε μπορεί να πλησιάσει τον αργαλειό του
ΜΕ ΤΗΝ USURA
το μαλλί δε φτάνει ως την αγορά
τα πρόβατα δεν αφήνουν κέρδος με την τοκογλυφία
Η τοκογλυφία είναι πανούκλα, η τοκογλυφία
στομώνει τη βελόνα στο χέρι του κοριτσιού
κι' αρπάζει απ' την κλώστρια την αξιωσύνη. Ο Πιέτρο Λομπάρντο
δεν ήρθε από την τοκογλυφία,
ο Ντούτσιο δεν ήρθε απ' την τοκογλυφία
ούτε ο Πιέρο ντέλλα Φραντζέσκα, ούτε ο Τζουάν Μπελίν' απ' την τοκογλυφία
ούτε με την τοκογλυφία ζωγραφίστηκε η "La Calunnia".
Δεν ήρθε απ' την τοκογλυφία ο Αντζέλικο, ούτε ο Αμπρόγκιο Πραίντις,
Ούτε καμμιά εκκλησιά με πελεκητή πέτρα και την επιγραφή: Adamo me fecit.
Ούτε απ' την τοκογλυφία ο Άγιος Τρόφιμος,
Ούτε απ' την τοκογλυφία ο Άγιος Ιλαρίων,
Η τοκογλυφία σκούριασε τη σμίλη,
Σκούριασε την τέχνη και τον τεχνίτη,
Ροκάνισε το νήμα στον αργαλειό,
Και δεν μαθαίνουν πια να υφαίνουν σχέδια με χρυσή κλωστή,
Το γαλάζιο μαραγκιάζει απ' την τοκογλυφία, η πορφύρα μένει ακέντητη,
Το σμαράγδι δε βρίσκει πια κανέναν Μέμλινγκ,
Η τοκογλυφία σκοτώνει το παιδί στη μήτρα,
Σταματά τα ερωτόλογα του παλικαριού,
Παραλύει το νυφικό κρεββάτι, χώνεται
ανάμεσα στη μικρή νύφη και τον γαμπρό
CONTRA NATURAM
Έφεραν πόρνες για την Ελευσίνα,
Πτώματα πιάνουν τις θέσεις στο συμπόσιο
με το πρόσταγμα της τοκογλυφίας.
James Joyce
Dear Heart, Why Will You Use Me So?
Αγαπητή καρδιά, γιατί θα με χρησιμοποιήσετε έτσι;
Αγαπητά μάτια που ευγενικά με επιπλήτετε,
Ακόμη είστε όμορφα... αλλά Ω,
Πως είναι η ομορφιά σας ενδεδυμένη!
Μέσω της καθαρής αντανάκλασης των ματιών σας,
μέσω του απαλού στεναγμού του φιλιού στο φιλί
Έρημοι άνεμοι κραυγάζοντας επιτίθονται
Το σκιερό κήπο όπου βρίσκεται η αγάπη
Και σύντομα η αγάπη θα είναι διαλυμένη
Όταν επάνω μας οι άγριοι άνεμοι φυσήξουν...
Αλλά εσείς, αγαπητή αγάπη, τόσο αγαπητή σε εμένα
Αλίμονο! γιατί θα με χρησιμοποιήσετε έτσι;
Πέμπτη 1 Μαΐου 2008
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)