Hrísi vex ok háu grasi Víðars land viði; en þar mögr of læzt af mars baki frækn at hefna föður

Σάββατο 16 Μαΐου 2009

Η Κυρά των Κρανίων

Η Κυρά τους είδε να καλπάζουν κατά μήκος της πεδιάδας: μια συντροφιά έξι ανθρώπων. Αφήνοντας κάτω το δοχείο του ποτίσματος, το οποίο ήταν το μπρούτζινο κράνος κάποιου άτυχου ιππότη, έγειρε πάνω από το στηθαίο με το πηγούνι στο χέρι της. Ήταν όλοι τους οπλισμένοι, και τα πολεμικά τους άλογα στολισμένα...

Τι, αναρωτήθηκε όπως πάντα με απλοϊκή έκπληξη, φαντάζονταν ότι είχαν έρθει να πολεμήσουν; Σήκωσε το κράνος, κι έριξε νερό μέσα σ' ένα κρανίο που περιείχε μια μικρογραφία τριανταφυλλιάς. Οι Ιππότες θα έπρεπε να ιππεύουν γύρω από τον πύργο κάτω από τον καυτό ήλιο για ώρες, ψάχνοντας για είσοδο. Κατά τη δύση θα τους χαιρετούσε κουβαλώντας νερό

....Αν εκείνοι ήταν τόσο τυφλοί για να βρουν την πόρτα του πύργου, γιατί νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να δουν καθαρά μέσα σε αυτόν; Εκείνοι, σκέφτηκε με ξαφνική ανυπομονησία. Εκείνοι, εκείνοι, εκείνοι... εκείνοι έτρεφαν την πεδιάδα με τα ξασπρισμένα τους κόκκαλα. Εκείνοι ποτέ δεν μάθαιναν...

Ένα όρνιο έκανε κύκλους από πάνω της, υπολογίζοντας κεφάλια. Αυτή το κοίταξε βλοσυρά. Εκείνο απάντησε κρώζοντας κοροϊδευτικά. Εσύ, είπε το μαύρο μάτι του, ποτέ δεν πεθαίνεις. Όμως φέρνεις τους νεκρούς σε μένα."Ποτέ δεν με ακούνε", είπε εκείνη......

Όπως άλλοι πριν από αυτούς, μιλούσαν για το τι μπορεί να ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα του μυθικού θησαυρού, εκτός από το να είναι ασύλληπτος...

Άλλαξαν θέση καθώς η σκιά του πύργου μετατοπίστηκε. Η Κυρά πήρε μια γουλιά νερό από το κράνος, μετά βούτηξε το χέρι της μέσα και το έριξε πάνω στο πρόσωπο της. Ήθελε να σκύψει πάνω από την άκρη και να φωνάξει σε όλους: Πηγαίνετε σπίτια σας, ανόητοι, άμυαλοι ηλίθιοι. Αν ξέρετε τόσα πολλά, τι κάνετε εκεί καθισμένοι στο γυμνό έδαφος μπροστά από έναν πύργο χωρίς πόρτα περιμένοντας να σας σκοτώσει μια γυναίκα;

...Η είσοδος ήταν το χάσκων στόμα ενός κρανίου δράκου, και ήταν αόρατη την ημέρα......

"Μπορείτε να πιείτε το νερό, μπορείτε να περιπλανηθείτε ολόγυρα στον πύργο. Αν δεν κάνετε επιλογή, μπορείτε να φύγετε ελεύθερα. 'Εχοντας φύγει, δεν θα μπορέσετε να επιστρέψετε ποτέ. Αν επιλέξετε, πρέπει να κάνετε την επιλογή σας ως αύριο το δειλινό. Αν επιλέξετε το πιο πολύτιμο πράγμα στον πύργο, μπορείτε να κρατήσετε όλα όσα βλέπετε. Αν επιλέξετε λανθασμένα, θα πεθάνετε πριν εγκαταλείψετε την πεδιάδα."

...Επέλεξαν να κοιμηθούν, όπως έκαναν πάντοτε όλοι, κουρασμένοι από το μακρύ ταξίδι, ζαλισμένοι από τον τόσο πολύ πλούτο, το ασαφές χρώμα μέσα στις σκιές...
Το πρωϊ, κατέβηκε να δει ποιός ήταν αρκετά λογικός ώστε να φύγει.Ήταν όλοι ακόμη εκεί, ψάχνοντας, μαζεύοντας, ξεδιαλέγοντας μεταξύ των θησαυρών στο πάτωμα, που ήταν σκορπισμένοι στην σπειροειδή σκάλα......

Με τα μάτια του παραγεμισμένα από τον πλούτο, ένας ρώτησε "Μπορούμε να κάνουμε ερωτήσεις; Τι είναι αυτό;"
"Μη ρωτάς εκείνη, Μαρλεμπάν" είπε βάναυσα ο ένας από το Στόνεϊ Χεντ. "Θα πει ψέμματα. Όλοι το κάνουν."
Εκείνη τον κοίταξε. "Θα πω ψέμματα μόνο σε εσένα", υποσχέθηκε.......

"Έχω μια ερώτηση" είπε ο Ραν της Καρνελάιν.
"Ρώτα"
"Ποιό είναι το όνομα σου;"
Το είχε ξεχάσει ολότελα. Της ήρθε ξανά, μετά από μια δόση έκπληξης. "Αμαράνθη". Εκείνος κρατούσε ένα μαύρο ρόδο στο ένα του χέρι, έναν ασημένιο κρίνο στο άλλο. Αν διάλεγε το ένα, τα αγκάθια θα τον σκότωναν. Το άλλο, αστράφτοντας με το χλωμό φως του, θα έκαιγε μέσα από τα μάτια του το μυαλό του.
"Αμαράνθη. Ένα άλλο λουλούδι."....
"Η πεδιάδα θα ανθίσει ξανά, αν αυτό βρεθεί; Θα έχεις έναν κήπο αντί γι' αυτά τα δοχεία από κρανία;"
"Ίσως," είπε αυτή. "Ή ίσως να εξαφανιστώ. Να πεθάνω όταν η μαγεία πεθάνει. Αν επιλέξεις σοφά, θα έχεις απαντήσεις για τις ερωτήσεις σου."
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. "Ίσως να μην επιλέξω. Υπάρχουν πάρα πολλά πολύτιμα πράγματα..."Εκείνη τον κοίταξε. Ήταν επιπόλαιος, θέλοντας υποδείξεις από αυτήν, απαντήσεις κρυμμένες σε γρίφους. Να πάρω το ρόδο ή τον κρίνο; Ή το μηριαίο κόκκαλο του μάγου; Πες μου. Το σπαθί ή το νερό ή το μάτι του δράκου; Κάποιοι την είχαν ρωτήσει έτσι πριν.
Εκείνη είπε απλά, "Δεν μπορώ να σου πω τι να πάρεις. Δεν ξέρω ούτε η ίδια. Από όσο έχω δει, όλα σκοτώνουν."

...Μια φωνή την κάλεσε: "Κυρά των Κρανίων!" Ήταν ο άντρας από το Στόνεϊ Χεντ... "Θα φύγω τώρα, μπορώ να πάρω οτιδήποτε;"
"Οτιδήποτε", είπε αυτή...
Τον ακούσαν να ουρλιάζει ένα λεπτό αργότερα.
"Κανένας άλλος;" ρώτησε ψυχρά......

" Δεν είναι του τύπου μου να χάσω τη ζωή μου για το χρήμα. Θα προτιμούσα να βγω έξω από την πόρτα με άδεια χέρια. Όμως υπάρχει κάτι άλλο.", είπε ο Ραν.
"Τι;"
"Το ίδιο το μυστήριο. Αυτό μας τραβά όλους, κατά βάθος. Ποιό είναι το πιο πολύτιμο πράγμα; Να το δούμε, να το κρατήσουμε, πάνω από όλα να το αναγνωρίσουμε και να το επιλέξουμε - αυτό είναι που μας κάνει να εξακολουθούμε να ερχόμαστε και σε παγιδεύει εδώ." Εκείνη τον κοίταξε, βλέποντας στα μάτια του ότι η απορία που ένιωθε μπορεί να άξιζε να χάσει τη ζωή του.
Εκείνη απομακρύνθηκε, γυρίζοντας του την πλάτη... "Αν βρείς το ίδιο το πράγμα," ρώτησε ξερά, "τι θα σου απομείνει για να αναρωτιέσαι;"
"Υπάρχει πάντα ζωή"
"Όχι αν σκοτωθείς από την απορία."
Αυτός γέλασε μαλακά, ένας απρόσμενος ήχος, σκέφτηκε εκείνη, σ' ένα τέτοιο μέρος......

"Τι τρομερό μέρος είναι αυτό. Σε απογυμνώνει από όλες τις πλάνες κι ύστερα απογυμνώνει τα κόκκαλα σου"
"Είναι τρομερό," είπε εκείνη μελαγχολικά. "Κι όμως αυτοί που φεύγουν χωρίς να επιλέξουν τίποτα φαίνεται ότι ποτέ δεν λένε την ιστορία σωστά. Πάντα θα μιλούν για τον θησαυρό που δεν πήραν, κι όχι για τα κόκκαλα τους που δεν άφησαν."
...Παρέμεινε σιωπηλός για λίγο, ακίνητος, παρατηρώντας την. "Αμαράνθη," είπε αργά "αυτό είναι το λουλούδι στην ποίηση που δεν πεθαίνει. Είναι ταιριαστό."
"Ναι."
"Και υπάρχει ένα άλλου είδους Αμάρανθου, το οποίο είναι φλογερό και πανέμορφο και πεθαίνει..."... "Τι ήσουν, όταν ήσουν η Αμαράνθη που μπορούσε να πεθάνει;"
"Ήμουν μια από αυτές τια απρόσωπες γυναίκες που σου φέρνουν κρασί σε μια ταβέρνα. Αυτές που τις φωνάζεις και αστειεύεσαι, και ίσως τις δίνεις ένα νόμισμα ή ίσως όχι, εξαρτάται από το χαμόγελό μας."
Αυτός ήταν σιωπηλός, τόσο σιωπηλός που εκείνη νόμισε πως είχε φύγει, αλλά όταν γύρισε, εκείνος ήταν ακόμη εκεί. Μόνο το χαμόγελο του είχε φύγει. "Τότε σε έχω δει," είπε απαλά, "πολλές φορές, σε πολλά μέρη. Αλλά ποτέ σε ένα μέρος σαν αυτό."
"Ο άντρας από το Στόνεϊ Χεντ προσδοκούσε κάποια άλλη, επίσης."
"Προσδοκούσε ένα όνειρο."
"Είδε αυτό που πρσδοκούσε: Την Κυρά των Κρανίων."... "Κι έτσι τη βρήκε."
"Δεν έχτισες εσύ αυτόν τον πύργο."
"Πώς το ξέρεις; Ίσως να κουράστηκα από το γέλιο και τα νομίσματα κι έφτιαξα ένα μέρος για τον εαυτό μου όπου να μπορώ να προσφέρω νομίσματα και να μην δίνω τίποτα.""Ποιός έχτισε αυτόν τον πύργο;"
Εκείνη ήταν σιωπηλή, τρίβοντας ένα φύλλο μέντας ανάμεσα στα δάχτυλα της. "Εγώ το έκανα," είπε τελικά. "Η Αμαράνθη που ποτέ δεν πεθαίνει."
"Αλήθεια;" Εκείνος ήταν περίεργα χλωμός. Τα μάτια του έλαμπαν στο φως σαν σε μια σκιά κινδύνου. "Καλλιεργείς ρόδα έξω από τον λεπτό αέρα σε αυτή την καψαλισμένη πεδιάδα. Προσπαθείς να απομακρύνεις τον θάνατο από μας με τα δικά μας κόκκαλα. Καταριέσαι τη βλακεία μας και τη μοίρα μας, μα όχι εμάς. Ποιός έχτισε αυτόν τον πύργο για εσένα;"
Αυτή απέστρεψε το πρόσωπο της, βουβά. Εκείνος είπα απαλά, "Η άλλη Αμαράνθη, εκείνη που πεθαίνει, ονομάζεται επίσης Η Αγάπη-κείτεται-αιμορραγώντας."

...Εκείνη στράφηκε τότε, αμίλητη, να τον κοιτάξει. Εκείνος χαμογελούσε ξανά, αν και το πρόσωπο του ήταν ακόμη χλωμιασμένο κάτω από το σκληρό φως, και τον ιδρώτα που έλαμπε στα μαλλιά του. Εκείνη είπε, "Πώς το ξέρεις;"
"Επειδή έχω δει αυτό τον πύργο ξανά κι έχω δει μέσα την γυναίκα που όλοι προσδοκούμε, την μόνη γυναίκα που μερικοί άντρες γνωρίζουν ποτέ... Και κάθε φορά ερχόμαστε λαχταρώντας την, τη γυναίκα που μας δελεάζει με αυτό που είναι το πιο πολύτιμο πράγμα για μας και μας σκοτώνει με αυτό, εμείς χτίζουμε τον πύργο γύρω της ξανά και ξανά και ξανά..."
Εκείνη τον κοίταξε. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της, κι ύστερα άλλο ένα. "Νόμιζα ότι αυτός ήταν ο πύργος μου," ψιθύρισε. "Η Αμαράνθη που δεν πεθαίνει ποτέ παρά μόνο ζει αιώνια για να βλέπει τους άντρες να πεθαίνουν."
"Είναι όλων μας", αναστέναξε εκείνος. Μακριά βουίζαν κεραυνοί. "Όλοι μας χτίζουμε πύργους, ύστερα προσκαλούμε ο ένας τον άλλο να μπει..."
Σήκωσε το μικρό ρόδο μέσα από τη γλάστρα κρανίο και στάθηκε απότομα. Εκείνη τον ακολούθησε στις σκάλες.
"Που πηγαίνεις με το ρόδο μου;"
"Έξω."
Εκείνη τον ακολούθησε κάτω, διαμαρτυρόμενη. "Μα είναι δικό μου!"
"Εσύ είπες πως μπορούμε να διαλέξουμε οτιδήποτε."
"Αυτό είναι μόνο ένα πράγμα ευτελούς αξίας που φύτεψα, δεν είναι τίποτα από το θησαυρό του πύργου. Αν πρέπει να πάρεις κάτι τελικά, διάλεξε κάτι που να αξίζει τη ζωή σου."
Εκείνος την κοίταξε, καθώς κατεβήκαν τις σκάλες του πύργου. Το πρόσωπο του ήταν κατάλευκο σαν κόκκαλο, αλλά μπορούσε ακόμη να χαμογελάει. "Θα σου δώσω πίσω το ρόδο σου", είπε "αν με αφήσεις να πάρω την Αμαράνθη."
"Μα εγώ είμαι η μόνη Αμαράνθη."
Εκείνος πέρασε δρασκελίζοντας μπροστά από τους ξαφνιασμένους συντρόφους του, στων οποίων τα χέρια είχαν στοιβάξει αυτό, όχι αυτό, και ίσως αυτό. Λες λαι το μαγικό μάτι του δράκου είχε ανοίξει μέσα στο μάτι του, εκείνος την οδήγησε προς το στόμα του δράκου.


Πατρίτσια Μακ Κίλλιπ "Η Κυρά των Κρανίων"

Δεν υπάρχουν σχόλια: