Hrísi vex ok háu grasi Víðars land viði; en þar mögr of læzt af mars baki frækn at hefna föður

Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

Jack London

Είμαι ένας αντιδραστικός, τόσο αντιδραστικός, ώστε η θέση μου είναι ακατανόητη σε σας που ζείτε σε ένα καλυμμένο ψέμμα κοινωνικής οργάνωσης και που η όραση της δεν είναι τόσο έντονη για να τρυπήσει αυτό το κάλυμμα. Θέλετε να πιστέψουν οι άλλοι ότι εσείς πιστεύετε στην διατήρηση της δύναμης και στην κυριαρχία του δυνατού. Το πιστεύω. Όταν ήμουν λίγο νεότερος πίστευα στα ίδια. Αυτή είναι η διαφορά. Βλέπετε, οι ιδέες σας, καθώς και των δικών σας, με είχαν επηρεάσει. Αλλά οι έμποροι, μεγάλοι και μικροί, είναι άτολμοι κυβερνήτες, στην καλύτερη περίπτωση. Γρυλλίζουν και τρέχουν όλη μέρα στο κανάλι που θα τους φέρει το χρήμα κι εγώ έχω γυρίσει στην αριστοκρατία, παρακαλώ. Είμαι ο μόνος ατομικιστής μέσα σε τούτο το δωμάτιο. Δεν περιμένω τίποτα από το κράτος. Περιμένω μόνο από τον δυνατό άνθρωπο, τον καβαλάρη, να σώσει το κράτος από τη σαπίλα του.

"Μάρτιν Ήντεν"

Τρίτη 22 Ιουλίου 2008

Φωτιά


Πού είσαι;
Χάθηκες...
Υπήρξες ποτέ;
Πού βρίσκεσαι;
Σκοτάδι...
Μικρές απώλειες...
Μεγάλοι χαμοί...
Μικροί χαμοί...
Μεγάλες απώλειες...
ε...ε...ρημιά;
Πού βρίσκεσαι;
Αλίμονο...
...σαν στοιχειό...
Μάταιη η αναμονή;
Μάταιη η δράση;
Και ο χρόνος να κυλά...
...φυλακή...
Πού βρίσκεσαι;
...το σκοτάδι...
...δεν θα φύγει;
Μια αστραπή, μια αστραπή!
Πού;
Φωτιά μεγάλη!
ΖΩΗ!
Που βρίσκεσαι;
-Εκεί όπου το μίσος φωλιάζει
Εκεί όπου το μίσος φωλιάζει;
-Εκεί όπου το μίσος φωλιάζει

Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

Martin Heidegger


Το Μονοπάτι

(Αναδημοσίευση από το πρώτο τεύχος του περιοδικού Έρημη Χώρα )

Διατρέχει την πεδιάδα από την πύλη του βασιλικού κήπου ως το Ehnried. Οι γέρικες φλαμουριές του κήπου το παρακολουθούν πάνω από τον τοίχο, είτε λαμπυρίζει ανάμεσα στη σοδειά που μεγαλώνει και τα λιβάδια που ξυπνούν την Άνοιξη, είτε εξαφανίζεται τα Χριστούγεννα κάτω από τις χιονοστιβάδες πίσω από τον παρακείμενο λόφο. Από τα χωράφια στρέφεται προς το δάσος. Προς τα εμπρός, στα όριά του χαιρετά μια ψηλή βελανιδιά, κάτω από την οποία βρίσκεται ένας άτεχνα πελεκημένος πάγκος.
Περιστασιακά στον πάγκο κείτονται κάποια από τα γραπτά των μεγάλων φιλοσόφων , τα οποία η αδεξιότητα ενός νεαρού αποπειράθηκε να αποκρυπτογραφήσει. Όποτε τα αινίγματα μπερδεύονταν μεταξύ τους και καμμία λύση δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα, το Μονοπάτι βοήθησε, μιας και ήσυχα καθοδήγησε το βήμα σε μια πορεία μέσα από την αχανή έκταση του άγονου εδάφους.
Ξανά και ξανά, η σκέψη ακολουθεί τα ίδια αυτά γραπτά, ή κάνει τα δικά της βήματα πάνω στα χνάρια που αφήνει το Μονοπάτι διασχίζοντας την πεδιάδα. Το Μονοπάτι παραμένει τόσο κοντά στο βήμα του Φιλοσόφου όπως σε αυτό του αγρότη που περπατά προς τις θημωνιές του νωρίς το πρωί. Καθώς περνούν τα χρόνια για τον καθένα, όλο και πιο συχνά η βελανιδιά στο μονοπάτι του τον παρασύρει σε μια αναπόληση των πρώιμων έργων και των πρωτινών επιλογών του. Πότε πότε, όταν μια βελανιδιά έπεφτε από το χτύπημα ενός τσεκουριού στη μέση του δάσους, ο Πατέρας, διασχίζοντας δασοτόπια και ηλιόλουστα ξέφωτα, αναζητούσε το μέτρο που του αναλογούσε για το εργαστήριό του. Εδώ περνούσε την ώρα του, ανάμεσα στις ανάπαυλες απ' την εργασία του στο ρολόι και την καμπάνα του καμπαναριού, τα οποία διατηρούν την δική τους σχέση με τον χρόνο.

Από το φλοιό της βελανιδιάς, εντούτοις, τα αγόρια έφτιαχναν τα σκάφη τους που, εξοπλισμένα με πηδάλιο και δοιάκι, έπλεαν στο ρυάκι Metten ή στο πηγάδι του σχολείου. Τα παγκόσμια ταξίδια εκπλήρωναν εύκολα το στόχο τους και επέστρεφαν πάλι στην ακτή. Η ονειροπόληση σε τέτοια ταξίδια παρέμενε κρυμμένη σε μια μεγαλοπρέπεια παρελθούσα αλλά που ακόμη, μετά βίας, την βλέπεις να ενυπάρχει στα πάντα. Το μάτι και το χέρι της Μητέρας περιέβαλλε την αυτοκρατορία τους. Ήταν σαν η ανείπωτη φροντίδα της να πρόσεχε όλα τα όντα. Αυτά τα ταξίδια παιχνιδιού δεν ήξεραν ακόμα για περιπλανήσεις στις οποίες όλες οι ακτές παραμένουν πίσω. Στο μεταξύ, η σκληρότητα και η μυρωδιά του ξύλου της βελανιδιάς άρχισαν να εκφράζουν πιο ευδιάκριτα τη βραδύτητα και τη σταθερότητα με την οποία το δέντρο μεγαλώνει. Η ίδια η βελανιδιά είπε . "Σε ένα τέτοιο μεγάλωμα και μόνο θεμελιώνεται αυτό που διαρκεί και αποφέρει καρπούς" .Να μεγαλώνεις σημαίνει: να ανοίγεσαι στην έκταση των ουρανών καθώς ριζώνεις στο σκοτάδι της γης- ο,τιδήποτε αυθεντικό ευδοκιμεί μονάχα όταν ο άνθρωπος έχει και τα δύο αυτά στο σωστό μέτρο: είναι έτοιμος για την διεκδίκηση των υψηλότερων ουρανών και ευγενής στην προστασία της γης που τον στηρίζει. Ξανά και ξανά η βελανιδιά το λέει στο Μονοπάτι που σταθερά περνά σιμά της. Όλα όσων η ύπαρξη φανερώνεται γύρω από το Μονοπάτι , σωρεύονται, και για κάθε έναν που περπατά το Μονοπάτι, εκείνο φέρει το είναι του. Οι ίδιες πεδιάδες και τα λιβάδια ακολουθούν το Μονοπάτι κάθε εποχή και πλησιάζουν συνεχώς όλο και πιο κοντά του. Αν τα όρη των Άλπεων πάνω από το δάσος βυθίζονται στο απογευματινό λυκόφως, αν εκεί όπου το Μονοπάτι περνά κυματιστά πάνω από μια λοφώδη κορυφογραμμή ένας κορυδαλλός τραγουδά με όλη τη δύναμή του στο καλοκαιρινό πρωινό, αν ο άνεμος από την ανατολή βρυχάται πάνω από την περιοχή που βρίσκεται το πατρικό χωριό της Μητέρας, αν ένας υλοτόμος σέρνει το δεμάτι του στο τζάκι το σούρουπο, αν ένα κάρο θερισμού σέρνεται αργά, επιστρέφοντας στο σπίτι, μέσα στα αυλάκια του Μονοπατιού, αν τα παιδιά ξεριζώνουν τις πρώτες πασχαλίτσες στα ακρώρεια του λιβαδιού, αν μέρα τη μέρα η καταχνιά ρίχνει το σκοτάδι της και βαραίνει τα χωράφια, πάντοτε και παντού περιβάλλει το Μονοπάτι το μήνυμα του Όμοιου.




Το Όμοιο διαφυλάσσει αναλλοίωτο το μυστήριο του αμετάβλητου και του σπουδαίου. Αυτογενώς εμφωλεύει στους ανθρώπους, ωστόσο χρειάζεται μεγαλύτερο διάστημα για να αναπτυχθεί. Η άνθισή του κρύβεται στο ανεπιτήδευτο του Αναλλοίωτου. Η έκταση όλων των ανεπτυγμένων πραγμάτων που υπάρχουν γύρω από το Μονοπάτι στεγάζει τον κόσμο. Είναι μόνο στο άφατο της δικής του γλώσσας όπου, όπως λέει και ο δάσκαλος στα γράμματα και στη ζωή, Eckhart, ο Θεός είναι Θεός.
Μα το μήνυμα του Μονοπατιού εκφέρεται μόνο όσο υπάρχουν ανθρώπινα όντα που, γεννημένα στον αέρα του, δύνανται να το αφουγκραστούν. Είναι ακροατές της Προέλευσής τους, μα όχι υπηρέτες της δολοπλοκίας. Ο άνθρωπος επί ματαίω προσπαθεί να θέσει εν τάξει τον κόσμο με τα σχέδιά του, όταν δεν βρίσκεται σε αρμονία με το μήνυμα του Μονοπατιού. Ο κίνδυνος απειλεί τους ανθρώπους εκείνους του σήμερα που δεν αγρικούν την γλώσσα του. Έχουν αυτιά μόνο για τον θόρυβο των media, τον οποίον και σχεδόν θεωρούν ως την φωνή του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος καταλήγει αποδιοργανωμένος και χωρίς πυξίδα. Στον αποδιοργανωμένο, το Απλό μοιάζει μονότονο. Το μονότονο γίνεται κουραστικό. Οι κουρασμένοι βρίσκουν παντού ομοιομορφία. Το Απλό έχει τραπεί σε φυγή. Η ήρεμη δύναμή του έχει εξουθενωθεί.
Πράγματι, το πλήθος εκείνων που ακόμη αναγνωρίζουν το Απλό ως κεκτημένη ιδιοκτησία τους, γρήγορα συρρικνούται. Αλλά οι λίγοι θα είναι παντού οι αμετάβλητοι. Με την ευγενή δύναμη του Μονοπατιού, θα είναι μια μέρα ικανοί να ξεπεράσουν την γιγαντιαία ισχύ της ατομικής ενέργειας, που η ανθρώπινη υπολογιστικότητα κατασκεύασε για τον εαυτό της και μετέτρεψε σε δεσμά της ίδιας της ύπαρξής της.
Το μήνυμα του Μονοπατιού αφυπνίζει ένα πνεύμα που αγαπά τον ανοιχτό αέρα, και σε ευνοϊκές συγκυρίες, υπερπηδά ακόμη και την βαρύτητα για να φτάσει στην υπέρτατη γαλήνη. Αυτό προστατεύει από την πληγή του σκέτου μόχθου, ο οποίος προωθεί μόνο την ασημαντότητα όταν γίνεται αυτοσκοπός.
Στον αέρα του Μονοπατιού, που εποχικά αλλάζει, η ενσυνείδητη γαλήνη, η έκφραση της οποίας συχνά μοιάζει με μελαγχολία, ευδοκιμεί. Αυτή η ενσυνείδητη γαλήνη είναι μια Kuinzige*. Κανείς δεν την αποκτά, εξ όσων δεν την έχουν. Κι όσοι την έχουν, την έχουν λόγω του Μονοπατιού. Στο χνάρι του η καταιγίδα του χειμώνα και η μέρα του θερισμού συναπαντώνται, τα ευκίνητα ρίγη της άνοιξης κι ο απαλός θάνατος του φθινοπώρου συντρέχουν, η δράση της νιότης και η σοφία της ηλικίας παρατηρούν η μία την άλλη. Αλλά σε μία και μοναδική αρμονία, την ηχώ της οποίας το μονοπάτι ήσυχα κουβαλά πέρα, όλα γίνονται γαλήνια.
Η ενσυνείδητη γαλήνη είναι η πύλη προς το αιώνιο. Οι πόρτες της ταλαντεύονται γύρω από μεντεσέδες που κάποτε σφυρηλατήθηκαν από τα μυστήρια της ύπαρξης, από έναν ικανό σιδερά. Από το Ehnried ο δρόμος επιστρέφει στην πύλη του βασιλικού κήπου. Περνώντας από τον τελευταίο λόφο, η στενή λωρίδα του διασχίζει ένα ίσωμα, για να καταλήξει στα τείχη της πόλης. Αμυδρά φεγγίζει στο φως των αστεριών. Πίσω από το κάστρο υψώνεται το καμπαναριό της Εκκλησίας του Αγ. Μαρτίνου. Αργά, σχεδόν διστακτικά, έντεκα χτύποι της ώρας σβήνουν στην νύχτα. Η παλιά καμπάνα, στης οποίας τα σκοινιά συχνά πλήγιαζαν από την τριβή τα χέρια των αγοριών, δονείται από τους χτύπους του σφυριού της ώρας, που κανένας δεν ξεχνά το κωμικοτραγικό του πρόσωπο.
Η σιγή, με τον τελευταίο χτύπο, γίνεται ακόμη πιο σιωπηρή. Αγγίζει εκείνους που προ καιρού θυσιάστηκαν σε δύο παγκοσμίους πολέμους. Το Απλό έχει γίνει ακόμη απλούστερο. Το Αναλλοίωτο μοιάζει παράξενο και αποδεσμεύεται. Το μήνυμα του Μονοπατιού είναι πια αρκετά σαφές. Μιλά η ψυχή; Μιλά ο κόσμος; Μιλά ο Θεός;
Όλα εκφράζουν την απάρνηση του Απλού. Η απάρνηση δεν παίρνει. Η απάρνηση δίνει. Δίνει την ανεξάντλητη δύναμη του Απλού. Το μήνυμα μας κάνει να νιώθουμε οικεία σε μια μακρά Καταγωγή.


* Διαλεκτικός όρος που δηλώνει μια κατάσταση γαλήνης, ζωηρής και χωρίς περιορισμούς, που συνήθως συγκαλύπτεται, και διακρίνεται από συναισθηματική ειρωνεία και μία αίσθηση μελαγχολίας.

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008

Και ο πόλεμος συνεχίζεται...

Μπορεί να έχεις φύγει και να είσαι ακόμη εδώ, μπορεί να είσαι ακόμη εδώ κι όμως να έχεις φύγει, μπορεί ποτέ να μην έφυγες, μπορεί ποτέ να μην ήσουνα εδώ, μπορεί να είσαι και εκεί και εδώ και παντού κι όμως να μην είσαι πουθενά, μπορεί να μην είσαι πουθενά κι όμως να είσαι παντού.
Και ο πόλεμος συνεχίζεται...

Τρίτη 8 Ιουλίου 2008

Friedrich Hielscher


Καλούμε Τους Λύκους Σου

Καλούμε τους λύκους σου
Και καλούμε την λόγχη σου
Καλούμε και τους δώδεκα
Απ' τον ουρανό κάτω 'δω σε μας.

Προ πάντων καλούμε Εσένα.
Τώρα έρχεται το άγριο κυνήγι,
Τώρα ας ηχήσει το κέρας ξανά,
Κανένας θρήνος για τους νεκρούς.

Ο εχθρός έχει ήδη πέσει
Πριν το πρωϊνό ξεπροβάλει.

Το θήραμα δεν έχει όνομα,
Ο εχθρός δεν έχει πρόσωπο,
Το σφάγιο δίχως σπορά,
Δίκαιο είναι το δικαστήριο.

Παρελθόν πια η συγκομιδή,
Η ήρα καθημερινά πωλείται,
Τα κοράκια τώρα απαιτούν
Την οφειλόμενη τους μερίδα.

Το κυνήγι έχει ξεκινήσει:
Τώρα, Κύριε, η δόξα σου
μας στηρίζει!


Παρασκευή 4 Ιουλίου 2008

Howard Phillips Lovecraft


Το Παράθυρο

Το σπίτι ήταν παλιό και τα δωμάτια του έμοιαζαν
με λαβύρινθο, έτσι κανείς δεν έβρισκε το δρόμο
προς αυτά. Κάπου στο πίσω μέρος του
υπήρχε ένα μικρό, παράξενο δωμάτιο
που το μοναδικό παράθυρό του ήτανε χτισμένο
με αρχαίες πέτρες. Εκεί το 'χα συνήθειο να πηγαίνω
ολομόναχος, τότε που ήμουνα μικρός και βυθισμένος
σε στοιχειωμένα όνειρα, πήγαινα στο δωμάτιο
όταν η νύχτα κατέβαινε ολόμαυρη και αινιγματική,
καθαρίζοντας το δρόμο μου απ' τις αράχνες,
χωρίς, πράγμα παράξενο, να φοβάμαι διόλου,
αλλά με δέος πάντα μέσα μου
που κάθε φορά μεγάλωνε.

Κάποτε, ύστερ' από χρόνια, έβαλα εργάτες
ν' ανοίξουν το παράθυρο, γιατί ήθελα να μάθω
τι υπήρχε εκεί έξω που οι πρόγονοι μου
αποφεύγανε να δουν. Μα μόλις γκρέμισαν τις πέτρες
που το κλείναν, ένας τρομαχτικός αγέρας
χίμηξε από το εξωγήινο έρεβος που έχασκε
πίσω του. Οι εργάτες έφυγαν σαν τρελοί. Αλλά εγώ
κοίταξα. Κι είδα όλους τους άγριους κόσμους
που πλημμύριζαν κάποτε τα παιδικά μου όνειρα
να πλημμυρίζουν τώρα το χάος.

(Οι μύκητες από τον Γιογγόθ)