Σιγή. Η απόλυτη νεκρική σιγή. Αυτό ήταν λοιπόν; Ο Κόσμος είχε τελειώσει; Έτσι απρόσμενα;
Το τέλος του Κόσμου λοιπόν. Άρχιζε να σουρουπώνει, άναψα ένα τσιγάρο. Αυτό το τσιγάρο που είχε απαγορευτεί πια στον προηγούμενο αποστειρωμένο κόσμο που όλα φαντάζαν τόσο ωραία μα και τόσο πλαστικά και άδεια. Μικρό γλυκό δηλητήριο απόλαυσης. Απολάμβανα ως και τον καπνό του που έβλεπα να ανεβαίνει αργά αργά και να διαλύεται και να χάνεται σε αυτο το απέραντο σύμπαν, σε αυτόν το νέο βουβό κόσμο.
Προχώρησα έξω προς το μπαλκόνι. Ο αέρας ο απαλός αυτός αέρας, ο σχεδόν ανεπαίσθητος - τόσο διακριτικός ήταν, μύριζε διαφορετικά, περίμενα ότι θα μετέφερε επιθανάτιους ρόγχους και όμως όχι. Ο αέρας έξω σα να είχε κάτι διαφορετικό, σα να μετέφερε μέσα στη νεκρική σιγή του τέλους έναν καινούργιο άλλο κόσμο.
Άφησα το σπίτι μου, πλέον ο κόσμος όλος μάλλον ήταν δικός μου, ή όχι ακριβώς, ήμουν εγώ και ο καινούργιος βουβός κόσμος. Εμείς είχαμε απομείνει...
...ή έτσι τουλάχιστον νόμιζα τότε, εκείνη την στιγμή. Ή ήταν εποχή; Δεν έχει σημασία και η στιγμή μια εποχή είναι όπως και η εποχή είναι μια στιγμή. Βρισκόμουν έξω τώρα και περπατούσα στους άδειους δρόμους. Καμιά φορά σφύριζα ή τραγουδούσα ή μιλούσα και με τον εαυτό μου ακόμη. Και συνέχιζα να περπατάω, ίσως και άσκοπα ίσως και κάτι να με καλούσε και να μην το είχα αντιληφθει αλλά δεν είχε σημασία, σημασία είχε μονάχα ότι περπατούσα σε αυτόν τον καινούργιο βουβό κόσμο. Εγώ και το τέλος του κόσμου βαδίζαμε πλάι πλάι, οι μοίρες μας πια ήταν συνδεδεμένες, όπου πηγαινα πήγαινε και όπου πήγαινε πήγαινα. Σχεδόν είχαμε γίνει ένα, ήμουν πια το τέλος του κόσμου; Και κάποιες στιγμές το σκεφτόμουν και φοβόμουν που σα να είχα μετατραπεί εγώ στο τέλος του κόσμου και κάποιες στιγμές συνομιλούσα με τον εαυτό μου και έλεγα "μην φοβάσαι, ακόμη και αν έγινες το τέλος του κόσμου θα αντέξεις, θα συνεχίσεις να βαδίζεις. Και κάποιες στιγμές θα σφυρίζεις ή θα τραγουδάς ή και ακόμη θα μιλάς μαζί μου". Και συνέχισα να βαδίζω μες στην απόλυτη ερημιά του καινούργιου αυτού κόσμου του τέλους...
...και ένιωθα το βήμα μου βαρύ αρχικά, τόσο βαρύ που οι τσιμεντένιοι δρόμοι φαντάζαν σαν κινούμενη άμμος. Και αισθανόμουν ότι θα πνιγόμουν σε αυτή, θα βούλιαζα. Εγώ που τώρα πια είχα γίνει ο ίδιος το τέλος του κόσμου θα κατάπινα τον εαυτό μου, θα έβαζα τέλος στο τέλος του κόσμου και θα έφερνα το πέρα από το τέλος, το απόλυτο τίποτα.
Μα σταδιακά το βήμα μου σα να αλάφρυνε και το έδαφος σα να είχει γίνει κάπως πιο σταθερό. Έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες από το πανωφόρι μου. Είχαν τρυπήσει και μάλλον κάτι είχα χάσει στον δρόμο, κατι βαρύ που με δυσκόλευε στο περπάτημα αλλά για να το κουβαλώ μαζί μου μάλλον το ήθελα μαζί μου, θα το ξαναβρω σκέφτηκα, αν είναι κάτι που θέλω και χρειάζομαι θα το ξαναβρω και αν είναι κάτι που δεν χρειάζομαι δεν υπάρχει λόγος να σκοτίζομαι που το έχασα. Μα γιατί φοράω πανωφόρι και ιδρώνω άσκοπα, έχει τόση μα τόση ζέστη, ο ιδρώτας τρέχει σαν οξύ πάνω στο τσιμέντο και το μετατρέπει σε κινούμενη άμμο. Πάγωνες, για αυτό το φόρεσες, με απάντησε ο εαυτός μου. Έβγαλα το πανωφόρι, δεν το χρειαζόμουν, δεν ένιωθα τόσο παγωμένος πια και έπρεπε να σταματήσω να ιδρώνω, έπρεπε να σταματήσω να μετατρέπω σε φονική κινούμενη άμμο όποιο έδαφος ακουμπούσαν τα πόδια μου. Κοίταξα και τις εσωτερικές τσέπες, είχα έναν ατσάλινο σουγιά και ένα μικρό φιαλίδιο με δηλητήριο, τα κράτησα και πέταξα το πανωφόρι. Και συνέχισα τον δρόμο μου...
... κάποια στιγμή κοίταξα ψηλά και είδα κάποια αστέρια να φεγγοβολούν στη νύχτα που είχε πια πέσει. Απόρρησα. Με ήρθε στο νου εκείνο το παλιό τραγούδι:
Why do the stars glow above?
Don't they know it's the end of the world?
Δεν το γνωρίζαν ότι ήταν το τέλος του κόσμου; Τι δουλειά είχαν τα άστρα εκεί επάνω; Οφθαλμαπάτη, το μυαλό σου σε παίζει παιχνίδια, σίγουρα έτσι είναι, αφού ήρθε το τέλος του κόσμου, έγινες το τέλος του κόσμου, δεν μπορεί να υπάρχουν αστέρια εκεί επάνω, έχουν σβήσει και αυτά.
Όμως τα έβλεπα ξανα και ξανά, όποτε σήκωνα το κεφάλι μου προς το νυχτερινό ουρανό τα αστέρια ήταν εκεί και με κορόιδευαν.Παιχνιδίσματα του μυαλού μα δεν θα το αφήσω να λειτουργήσει ανεξέλεγκτα και να με τρελάνει, θα φανώ δυνατότερος από αυτό, έχει έρθει το τέλος του κόσμου και δεν είναι δυνατό να υπάρχουν ακόμη τα αστέρια εκει πάνω, δεν είναι λογικό, δεν γίνεται, δεν γίνεται.
Γιατί κουβαλάς μαζί σου τον σουγιά, με ρώτησε ο εαυτός μου.
Δεν ξέρω, απάντησα.
Θέλεις να σκοτώσεις κάτι, με ξαναρώτησε.
Όχι, δε νομίζω, δεν ξέρω, άσε με ήσυχο, αποκρίθηκα ενοχλημένος.
Αλήθεια πιστεύεις ότι τον χρειάζεσαι μαζί σου, επέμενε.
Όχι, δεν τον χρειάζομαι, απάντησα. Και πέταξα στον δρόμο τον σουγιά.
Μετά από λίγο με ξαναρώτησε:
- Το δηλητήριο θα το πιεις;
- Μα αν το πιω θα πεθάνω...
- Και τι σε νοιάζει, βρίσκεσαι πλέον στο τέλος του κόσμου, έγινες ένα με το τέλος του κόσμου.
- Μα δεν θέλω να πεθάνω.
- Τότε πιες το.
- Μα αν το πιω θα πεθάνω...
- Δεν είναι μόνο δηλητήριο, είναι ότι εσύ το κάνεις να είναι. Πιες το και αν το έχεις κάνει δηλητήριο θα πεθάνεις και έτσι πρέπει τότε και αυτό θα είναι και αυτό που αλήθεια θέλεις , αν όμως δεν το έχεις κάνει δηλητήριο τότε θα ζήσεις.
Και ήπια το φιαλίδιο με το δηλητήριο...
...και άρχικα να νιώθω τον λαιμό μου να καίει αφόρητα και μετά επίσης και τα σωθικά μου σα να είχαν πάρει φωτιά. Και όμως ήμουν σίγουρος ότι θα ζήσω γιατί ήξερα ότι ποτέ δεν θέλησα να μετατρέψω αυτό που περιείχε το φιαλίδιο σε δηλητήριο και αφού εγώ δεν το ήθελα δεν θα πέθαινα, δεν ήταν δηλητήριο. Σωριάστηκα από τον πόνο. Μα όταν σηκώθηκα όλα είχαν αλλάξει. Ναι, ο αέρας ήταν πράγματι διαφορετικός. Και κατά μήκος του δρόμου άρχισαν να ξεπετάγονται δέντρα και άλλα φυτά και να ανθίζουν. Ένας εκπληκτικός ζωντανός πίνακας ζωγραφιζόταν μπροστά μου. Ξανακοίταξα προς τον ουρανό, τα άστρα ήταν εκεί και φεγγοβολούσαν σαν δυνατότερα από ποτέ. Και ήταν αληθινά, δεν έκανε παιχνίδια το μυαλό μου, τα αστρα ποτέ δεν ειχαν ούτε φύγει ούτε σβήσει. Η απόλυτη σιγή ακόμη κυριαρχούσε αλλά ήταν εντελώς αντίθετη από τη νεκρική σιγή που κυριαρχούσε πριν. Αναζωογονννημένος συνέχισα να περπατάω προς την παραλία αυτή την φορά. Κατά την διαδρομή ολοένα και συχνότερα σήκωνα το κεφάλι προς τον ουρανό και έβλεπα τα άστρα να φωτίζουν τη νύχτα. Και όταν έφτασα στην παραλία περπάτησα για λίγο ακόμη. Και ξαφνικά από μακριά είδα μια γυναικεία σιλουέτα. Και όσο προχωρούσα προς το μέρος της σα να την αναγνώριζα. Μα ναι, ήταν αυτή, την γνωρίζω, είναι αυτή για την οποία έχουν γραφεί τόσα έπη και αμέτρητα τραγούδια. Είναι το αληθινό νόημα του κόσμου τούτου. Πανέμορφη... Και πως ακτινοβολούσε... Κανένα από τα αστέρια εκεί ψηλά δεν ακτινοβολούσε όσο αυτή.Πλησίασα.
Τα βλέμματα μας ανταμώσαν και για ένα δευτερόλεπτο που η ψυχή μου φωτογράφισε σαν αιώνα ευτυχίας κολύμπησα μέσα στα θαυμαστά μάτια της. Κάθησε κάτω και κοίταξε προς την θάλασσα. Κάθησα δίπλα της και σα να μας διαπέρασε και τους δυο ηλεκτρισμός καθώς ακουμπήσαν οι ώμοι μας.
Κοιταχτήκαμε ξανά, δεν χορταίναν τα βλέμματα μας. Έπιασα το χέρι της και πάλι μας διαπέρασε ένα ισχυρό ηλεκτρικό κύμα. Μου χαμογέλασε και με την υπέροχη φωνή της σιγοτραγούδησε στο αυτί μου μια μελωδία και με ξανακοίταξε. Με τις άκρες των δακτύλων μου προσπαθούσα απαλά να αποτυπώσω το περίγραμμα του προσώπου και των χειλιών της στην ψυχή μου.
- Νομίζω ότι όλα είναι δουλειά αυτών των λαμπερών άστρων εκεί πάνω. Θαρρώ ότι αυτά έφεραν το τέλος του κόσμου για να μείνουμε μονάχοι μας. Κάποιοι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι από σκόνη αυτών των άστρων, ίσως και να είμαστε άστρα που πέσαν στην Γη, και υπάρχουν στιγμές που αυτή η αστρόσκονη κυριαρχει και γινόμαστε άνθρωποι-αστρα και τότε τα αστέρια εκεί επάνω χορεύουν για εμάς και βάζουν τέλος στον κόσμο των ανθρώπων και μένουμε μόνοι μας εμείς οι δύο ως άστρα σε έναν μοναδικό και φωτεινό χορό μέσα στο σκοτάδι. Ως και τα λουλούδια ανθίζουν μονάχα για εμάς αυτή την στιγμή.
- Και όταν τελειώσει το τέλος αυτού του κόσμου; Και όταν ξαναφανεί ο παλιός μουντός κόσμος;
- Κρατάμε την αστρόσκονη μέσα μας, είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός μας, η ίδια η ψυχή μας αποκαλυπτόμενη σε όλη της την λαμπρότητα. Ακόμη και αν θα ξαναφανει ο παλιός μουντός κόσμος φροντίζουμε να μην χάσουμε την σκόνη των αστεριών, να μην ξεχάσουμε ότι είμαστε άνθρωποι-αστρα και κάποια στιγμή τα αστερια θα αρχίσουν και πάλι να χορεύουν και θα τελειώσουν και πάλι για άλλη μια φορά τον παλιό μουντό κόσμο.
Της χάιδεψα το χέρι και νομίζω εκείνη τη στιγμή σαν ένα από τα πολλά αστέρια να ήρθε από πάνω μας μαγεμένο από το φως που βγάζαμε.
Ο χρόνος είχε σταματήσει, δεν υπήρχε χρόνος πια. Δεν υπήρχε κόσμος, δεν υπηρχε χρόνος, δεν υπήρχε ανθρωπότητα, Υπήρχαμε μονάχα εμείς και εμείς ήμασταν και ο κόσμος και ο χρόνος και η ανθρωπότητα και τα πάντα.
Κάποια στιγμή σηκωθήκαμε.
- Πάμε...
- ...να περπατήσουμε λίγο;
Το είπαμε σχεδόν ταυτόχρονα.
- Ξέρεις τι θα με άρεσε τώρα; Να έβρεχε λίγο.
- Θα βρέξει
Και έβρεξε. Και συνεχίσαμε να περπατάμε μαζί μες στη βροχή γιατί αυτό είναι ο έρωτας να περπατάτε μαζί μες στη βροχή.
Ξανακαθίσαμε, τα βλέμματα μας ανταμώσαν αχόρταγα για πολλοστή φορά και κοιτούσαμε μες στο βάθος των ματιών μας το τέλος του κόσμου να μην τελειώνει
Το τέλος του Κόσμου λοιπόν. Άρχιζε να σουρουπώνει, άναψα ένα τσιγάρο. Αυτό το τσιγάρο που είχε απαγορευτεί πια στον προηγούμενο αποστειρωμένο κόσμο που όλα φαντάζαν τόσο ωραία μα και τόσο πλαστικά και άδεια. Μικρό γλυκό δηλητήριο απόλαυσης. Απολάμβανα ως και τον καπνό του που έβλεπα να ανεβαίνει αργά αργά και να διαλύεται και να χάνεται σε αυτο το απέραντο σύμπαν, σε αυτόν το νέο βουβό κόσμο.
Προχώρησα έξω προς το μπαλκόνι. Ο αέρας ο απαλός αυτός αέρας, ο σχεδόν ανεπαίσθητος - τόσο διακριτικός ήταν, μύριζε διαφορετικά, περίμενα ότι θα μετέφερε επιθανάτιους ρόγχους και όμως όχι. Ο αέρας έξω σα να είχε κάτι διαφορετικό, σα να μετέφερε μέσα στη νεκρική σιγή του τέλους έναν καινούργιο άλλο κόσμο.
Άφησα το σπίτι μου, πλέον ο κόσμος όλος μάλλον ήταν δικός μου, ή όχι ακριβώς, ήμουν εγώ και ο καινούργιος βουβός κόσμος. Εμείς είχαμε απομείνει...
...ή έτσι τουλάχιστον νόμιζα τότε, εκείνη την στιγμή. Ή ήταν εποχή; Δεν έχει σημασία και η στιγμή μια εποχή είναι όπως και η εποχή είναι μια στιγμή. Βρισκόμουν έξω τώρα και περπατούσα στους άδειους δρόμους. Καμιά φορά σφύριζα ή τραγουδούσα ή μιλούσα και με τον εαυτό μου ακόμη. Και συνέχιζα να περπατάω, ίσως και άσκοπα ίσως και κάτι να με καλούσε και να μην το είχα αντιληφθει αλλά δεν είχε σημασία, σημασία είχε μονάχα ότι περπατούσα σε αυτόν τον καινούργιο βουβό κόσμο. Εγώ και το τέλος του κόσμου βαδίζαμε πλάι πλάι, οι μοίρες μας πια ήταν συνδεδεμένες, όπου πηγαινα πήγαινε και όπου πήγαινε πήγαινα. Σχεδόν είχαμε γίνει ένα, ήμουν πια το τέλος του κόσμου; Και κάποιες στιγμές το σκεφτόμουν και φοβόμουν που σα να είχα μετατραπεί εγώ στο τέλος του κόσμου και κάποιες στιγμές συνομιλούσα με τον εαυτό μου και έλεγα "μην φοβάσαι, ακόμη και αν έγινες το τέλος του κόσμου θα αντέξεις, θα συνεχίσεις να βαδίζεις. Και κάποιες στιγμές θα σφυρίζεις ή θα τραγουδάς ή και ακόμη θα μιλάς μαζί μου". Και συνέχισα να βαδίζω μες στην απόλυτη ερημιά του καινούργιου αυτού κόσμου του τέλους...
...και ένιωθα το βήμα μου βαρύ αρχικά, τόσο βαρύ που οι τσιμεντένιοι δρόμοι φαντάζαν σαν κινούμενη άμμος. Και αισθανόμουν ότι θα πνιγόμουν σε αυτή, θα βούλιαζα. Εγώ που τώρα πια είχα γίνει ο ίδιος το τέλος του κόσμου θα κατάπινα τον εαυτό μου, θα έβαζα τέλος στο τέλος του κόσμου και θα έφερνα το πέρα από το τέλος, το απόλυτο τίποτα.
Μα σταδιακά το βήμα μου σα να αλάφρυνε και το έδαφος σα να είχει γίνει κάπως πιο σταθερό. Έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες από το πανωφόρι μου. Είχαν τρυπήσει και μάλλον κάτι είχα χάσει στον δρόμο, κατι βαρύ που με δυσκόλευε στο περπάτημα αλλά για να το κουβαλώ μαζί μου μάλλον το ήθελα μαζί μου, θα το ξαναβρω σκέφτηκα, αν είναι κάτι που θέλω και χρειάζομαι θα το ξαναβρω και αν είναι κάτι που δεν χρειάζομαι δεν υπάρχει λόγος να σκοτίζομαι που το έχασα. Μα γιατί φοράω πανωφόρι και ιδρώνω άσκοπα, έχει τόση μα τόση ζέστη, ο ιδρώτας τρέχει σαν οξύ πάνω στο τσιμέντο και το μετατρέπει σε κινούμενη άμμο. Πάγωνες, για αυτό το φόρεσες, με απάντησε ο εαυτός μου. Έβγαλα το πανωφόρι, δεν το χρειαζόμουν, δεν ένιωθα τόσο παγωμένος πια και έπρεπε να σταματήσω να ιδρώνω, έπρεπε να σταματήσω να μετατρέπω σε φονική κινούμενη άμμο όποιο έδαφος ακουμπούσαν τα πόδια μου. Κοίταξα και τις εσωτερικές τσέπες, είχα έναν ατσάλινο σουγιά και ένα μικρό φιαλίδιο με δηλητήριο, τα κράτησα και πέταξα το πανωφόρι. Και συνέχισα τον δρόμο μου...
... κάποια στιγμή κοίταξα ψηλά και είδα κάποια αστέρια να φεγγοβολούν στη νύχτα που είχε πια πέσει. Απόρρησα. Με ήρθε στο νου εκείνο το παλιό τραγούδι:
Why do the stars glow above?
Don't they know it's the end of the world?
Δεν το γνωρίζαν ότι ήταν το τέλος του κόσμου; Τι δουλειά είχαν τα άστρα εκεί επάνω; Οφθαλμαπάτη, το μυαλό σου σε παίζει παιχνίδια, σίγουρα έτσι είναι, αφού ήρθε το τέλος του κόσμου, έγινες το τέλος του κόσμου, δεν μπορεί να υπάρχουν αστέρια εκεί επάνω, έχουν σβήσει και αυτά.
Όμως τα έβλεπα ξανα και ξανά, όποτε σήκωνα το κεφάλι μου προς το νυχτερινό ουρανό τα αστέρια ήταν εκεί και με κορόιδευαν.Παιχνιδίσματα του μυαλού μα δεν θα το αφήσω να λειτουργήσει ανεξέλεγκτα και να με τρελάνει, θα φανώ δυνατότερος από αυτό, έχει έρθει το τέλος του κόσμου και δεν είναι δυνατό να υπάρχουν ακόμη τα αστέρια εκει πάνω, δεν είναι λογικό, δεν γίνεται, δεν γίνεται.
Γιατί κουβαλάς μαζί σου τον σουγιά, με ρώτησε ο εαυτός μου.
Δεν ξέρω, απάντησα.
Θέλεις να σκοτώσεις κάτι, με ξαναρώτησε.
Όχι, δε νομίζω, δεν ξέρω, άσε με ήσυχο, αποκρίθηκα ενοχλημένος.
Αλήθεια πιστεύεις ότι τον χρειάζεσαι μαζί σου, επέμενε.
Όχι, δεν τον χρειάζομαι, απάντησα. Και πέταξα στον δρόμο τον σουγιά.
Μετά από λίγο με ξαναρώτησε:
- Το δηλητήριο θα το πιεις;
- Μα αν το πιω θα πεθάνω...
- Και τι σε νοιάζει, βρίσκεσαι πλέον στο τέλος του κόσμου, έγινες ένα με το τέλος του κόσμου.
- Μα δεν θέλω να πεθάνω.
- Τότε πιες το.
- Μα αν το πιω θα πεθάνω...
- Δεν είναι μόνο δηλητήριο, είναι ότι εσύ το κάνεις να είναι. Πιες το και αν το έχεις κάνει δηλητήριο θα πεθάνεις και έτσι πρέπει τότε και αυτό θα είναι και αυτό που αλήθεια θέλεις , αν όμως δεν το έχεις κάνει δηλητήριο τότε θα ζήσεις.
Και ήπια το φιαλίδιο με το δηλητήριο...
...και άρχικα να νιώθω τον λαιμό μου να καίει αφόρητα και μετά επίσης και τα σωθικά μου σα να είχαν πάρει φωτιά. Και όμως ήμουν σίγουρος ότι θα ζήσω γιατί ήξερα ότι ποτέ δεν θέλησα να μετατρέψω αυτό που περιείχε το φιαλίδιο σε δηλητήριο και αφού εγώ δεν το ήθελα δεν θα πέθαινα, δεν ήταν δηλητήριο. Σωριάστηκα από τον πόνο. Μα όταν σηκώθηκα όλα είχαν αλλάξει. Ναι, ο αέρας ήταν πράγματι διαφορετικός. Και κατά μήκος του δρόμου άρχισαν να ξεπετάγονται δέντρα και άλλα φυτά και να ανθίζουν. Ένας εκπληκτικός ζωντανός πίνακας ζωγραφιζόταν μπροστά μου. Ξανακοίταξα προς τον ουρανό, τα άστρα ήταν εκεί και φεγγοβολούσαν σαν δυνατότερα από ποτέ. Και ήταν αληθινά, δεν έκανε παιχνίδια το μυαλό μου, τα αστρα ποτέ δεν ειχαν ούτε φύγει ούτε σβήσει. Η απόλυτη σιγή ακόμη κυριαρχούσε αλλά ήταν εντελώς αντίθετη από τη νεκρική σιγή που κυριαρχούσε πριν. Αναζωογονννημένος συνέχισα να περπατάω προς την παραλία αυτή την φορά. Κατά την διαδρομή ολοένα και συχνότερα σήκωνα το κεφάλι προς τον ουρανό και έβλεπα τα άστρα να φωτίζουν τη νύχτα. Και όταν έφτασα στην παραλία περπάτησα για λίγο ακόμη. Και ξαφνικά από μακριά είδα μια γυναικεία σιλουέτα. Και όσο προχωρούσα προς το μέρος της σα να την αναγνώριζα. Μα ναι, ήταν αυτή, την γνωρίζω, είναι αυτή για την οποία έχουν γραφεί τόσα έπη και αμέτρητα τραγούδια. Είναι το αληθινό νόημα του κόσμου τούτου. Πανέμορφη... Και πως ακτινοβολούσε... Κανένα από τα αστέρια εκεί ψηλά δεν ακτινοβολούσε όσο αυτή.Πλησίασα.
Τα βλέμματα μας ανταμώσαν και για ένα δευτερόλεπτο που η ψυχή μου φωτογράφισε σαν αιώνα ευτυχίας κολύμπησα μέσα στα θαυμαστά μάτια της. Κάθησε κάτω και κοίταξε προς την θάλασσα. Κάθησα δίπλα της και σα να μας διαπέρασε και τους δυο ηλεκτρισμός καθώς ακουμπήσαν οι ώμοι μας.
Κοιταχτήκαμε ξανά, δεν χορταίναν τα βλέμματα μας. Έπιασα το χέρι της και πάλι μας διαπέρασε ένα ισχυρό ηλεκτρικό κύμα. Μου χαμογέλασε και με την υπέροχη φωνή της σιγοτραγούδησε στο αυτί μου μια μελωδία και με ξανακοίταξε. Με τις άκρες των δακτύλων μου προσπαθούσα απαλά να αποτυπώσω το περίγραμμα του προσώπου και των χειλιών της στην ψυχή μου.
- Νομίζω ότι όλα είναι δουλειά αυτών των λαμπερών άστρων εκεί πάνω. Θαρρώ ότι αυτά έφεραν το τέλος του κόσμου για να μείνουμε μονάχοι μας. Κάποιοι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι από σκόνη αυτών των άστρων, ίσως και να είμαστε άστρα που πέσαν στην Γη, και υπάρχουν στιγμές που αυτή η αστρόσκονη κυριαρχει και γινόμαστε άνθρωποι-αστρα και τότε τα αστέρια εκεί επάνω χορεύουν για εμάς και βάζουν τέλος στον κόσμο των ανθρώπων και μένουμε μόνοι μας εμείς οι δύο ως άστρα σε έναν μοναδικό και φωτεινό χορό μέσα στο σκοτάδι. Ως και τα λουλούδια ανθίζουν μονάχα για εμάς αυτή την στιγμή.
- Και όταν τελειώσει το τέλος αυτού του κόσμου; Και όταν ξαναφανεί ο παλιός μουντός κόσμος;
- Κρατάμε την αστρόσκονη μέσα μας, είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός μας, η ίδια η ψυχή μας αποκαλυπτόμενη σε όλη της την λαμπρότητα. Ακόμη και αν θα ξαναφανει ο παλιός μουντός κόσμος φροντίζουμε να μην χάσουμε την σκόνη των αστεριών, να μην ξεχάσουμε ότι είμαστε άνθρωποι-αστρα και κάποια στιγμή τα αστερια θα αρχίσουν και πάλι να χορεύουν και θα τελειώσουν και πάλι για άλλη μια φορά τον παλιό μουντό κόσμο.
Της χάιδεψα το χέρι και νομίζω εκείνη τη στιγμή σαν ένα από τα πολλά αστέρια να ήρθε από πάνω μας μαγεμένο από το φως που βγάζαμε.
Ο χρόνος είχε σταματήσει, δεν υπήρχε χρόνος πια. Δεν υπήρχε κόσμος, δεν υπηρχε χρόνος, δεν υπήρχε ανθρωπότητα, Υπήρχαμε μονάχα εμείς και εμείς ήμασταν και ο κόσμος και ο χρόνος και η ανθρωπότητα και τα πάντα.
Κάποια στιγμή σηκωθήκαμε.
- Πάμε...
- ...να περπατήσουμε λίγο;
Το είπαμε σχεδόν ταυτόχρονα.
- Ξέρεις τι θα με άρεσε τώρα; Να έβρεχε λίγο.
- Θα βρέξει
Και έβρεξε. Και συνεχίσαμε να περπατάμε μαζί μες στη βροχή γιατί αυτό είναι ο έρωτας να περπατάτε μαζί μες στη βροχή.
Ξανακαθίσαμε, τα βλέμματα μας ανταμώσαν αχόρταγα για πολλοστή φορά και κοιτούσαμε μες στο βάθος των ματιών μας το τέλος του κόσμου να μην τελειώνει