ΚΑΜΙΛΑ: Κι εσείς, κύριε, οφείλετε να βγάλετε τη μάσκα.
ΞΕΝΟΣ: Ναι;
ΚΑΣΙΛΝΤΑ: Ναι, είναι ώρα. Όλοι βγάλαμε τα προσωπεία μας εκτός από εσάς.
ΞΕΝΟΣ: Δε φοράω μάσκα.
ΚΑΜΙΛΑ: (Τρομοκρατημένη, πλάι στην Κασίλντα). Δε φοράτε μάσκα; Δε φοράτε μάσκα!
ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ
Είπε χαμογελώντας: "Αναζήτησε την σε όλο τον κόσμο".
Είπα, "Γιατί μου μιλάς για τον κόσμο; Ο κόσμος μου είναι εδώ, ανάμεσα σ' αυτούς τους τοίχους και τα τζάμια της οροφής που μας σκεπάζει. Εδώ, ανάμεσα σ' επίχρυσες καράφες και άρματα θαμπά, στολισμένα με πετράδια, σε αμαυρωμένες κορνίζες και καμβάδες, σε μαύρα σεντούκια και καρέκλες με πλάτες ψηλές, παράξενα σκαλίσματα και χρυσογάλανους λεκέδες".
"Ποιά περιμένεις; Είπε εκείνος κι εγώ του απάντησα, "Όταν έρθει, θα την γνωρίσω".
Στο τζάκι μου μια πύρινη γλώσσα ψυθίριζε μυστικά στις λευκές στάχτες. Κάτω στο δρόμο άκουσα βήματα, μια φωνή κι ένα τραγούδι.
"Ποιά περιμένεις λοιπόν;", μου είπε και του απάντησα, "Θα την γνωρίσω".
Βήματα, μια φωνή κι ένα τραγούδι κάτω στο δρόμο, γνώρισα το τραγούδι, όχι όμως τα βήματα ούτε τη φωνή.
"Ανόητε!" φώναξε, "το τραγούδι είναι το ίδιο, η φωνή όμως και τα βήματα απλώς έχουν αλλάξει με τα χρόνια!"
Στο τζάκι μια πύρινη γλώσσα ψυθίρισε πάνω από τις λευκές στάχτες: "Μην περιμένεις άλλο, περάσαν τα βήματα και η φωνή κάτω στο δρόμο".
Αυτός είπε τότε χαμογελώντας: "Ποιά περιμένεις; Αναζήτησε την σε όλο τον κόσμο!"
Αποκρίθηκα, "Ο κόσμος μου είναι εδώ, ανάμεσα σ' αυτούς τους τοίχους και τα τζάμια της οροφής που μας σκεπάζει. Εδώ, ανάμεσα σ' επίχρυσες καράφες και άρματα θαμπά, στολισμένα με πετράδια, σε αμαυρωμένες κορνίζες και καμβάδες, σε μαύρα σεντούκια και καρέκλες με πλάτες ψηλές, παράξενα σκαλίσματα και χρυσογάλανους λεκέδες".
Έφτασα στη γέφυρα που λίγοι την περνούν.
"Πέρνα!" φώναξε ο φύλακας, μα εγώ είπα γελώντας, "Έχω χρόνο". Κι αυτός χαμογέλασε και έκλεισε τις πύλες.
Στη γέφυρα που λίγοι την περνούν έφτασαν νέοι και γέροι. Όλοι απορρίφτηκαν. Εγώ στεκόμουν άσκοπα και τους μετρούσα, ώσπου, κουρασμένος από το θόρυβο και τους θρήνους τους, έφτασα πάλι στη γέφυρα που λίγοι την περνούν.
Το πλήθος γύρω από τις πύλες έσκουξε, "Άργησε πολύ να έρθει!" Μα εγώ είπα γελώντας, "Έχω χρόνο".
"Πέρνα!" φώναξε ο φύλακας καθώς έμπαινα, μετά χαμογέλασε και έκλεισε τις πύλες.
"Ήταν όμορφη;" ρώτησα, μα αυτός κάγχασε μονάχα κι άκουσε τα κουδούνια του σκούφου του που αντηχούσαν.
"Τον μαχαίρωσαν", είπε κρυφογελώντας. "Σκέψου το μακρύ ταξίδι, τους κινδύνους της ημέρας, τους τρόμους της νύχτας! Σκέψου πώς περιπλανήθηκε, για χάρη της, τον ένα χρόνο μετά τον άλλο, σε χώρες εχθρικές, ενώ λαχταρούσε γνωστούς και συγγενείς, ενώ λαχταρούσε εκείνην!"
"Τον μαχαίρωσαν", είπε κρυφογελώντας κι άκουσε τα κουδούνια του σκούφου του που αντηχούσαν.
"Ήταν όμορφη;" ρώτησα, μα αυτός γρύλισε μονάχα, μουρμουρίζοντας στα κουδούνια του σκούφου του που αντηχούσαν.
"Στην πύλη αυτήν τον φίλησε", είπε κρυφογελώντας, "μα στη σάλα το καλώς ήρθες του αδερφού άγγιξε την καρδιά του".
"Ήταν όμορφη;" ρώτησα.
"Τον μαχαίρωσαν", κάγχασε. "Σκέψου το μακρύ ταξίδι, τους κινδύνους της ημέρας, τους τρόμους της νύχτας! Σκέψου πώς περιπλανήθηκε, για χάρη της, τον ένα χρόνο μετά τον άλλο, σε χώρες εχθρικές, ενώ λαχταρούσε γνωστούς και συγγενείς, ενώ λαχταρούσε εκείνην!"
"Στην πύλη αυτήν τον φίλησε, μα στη σάλα το καλώς ήρθες του αδερφού άγγξε την καρδιά του".
"Ήταν όμορφη;" ρώτησα. Μα αυτός γρύλισε μονάχα κι άκουσε τα κουδούνια του σκούφου του που αντηχούσαν.
"Αν είναι αλήθεια πως αγαπάς", είπε η Αγάπη, "τότε μη περιμένεις άλλο. Δώσ' της αυτά τα κοσμήματα που θα την ατιμάσουν κι έτσι θα ατιμαστείς κι εσύ που αγαπάς μιαν ατιμασμένη. Αν είναι αλήθεια πως αγαπάς", είπε η Αγάπη, "τότε μη περιμένεις άλλο".
Πήρα τα κοσμήματα και πήγα να την βρω, μα εκείνη τα ποδοπάτησε και είπε με λυγμούς: "Μάθε με να περιμένω. Σ' αγαπώ!"
"Τότε περίμενε, αν είναι αλήθεια", είπε η Αγάπη.
---------------------------------------------------
Robert W. Chambers: "Ο Βασιλιάς Με Τα Κίτρινα"