Έτσι, αναπτυσσόταν μέσα μου, αργά-αργά, όπως κάθε αποκάλυψη, η πεποίθηση πως ήμουν δένδρο. Με τόση αρμονία που δεν μπορούσα να διακρίνω τα στάδια. Τις λεπτομέρειες που σας ανέφερα, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε, τις επέλεξα ανάμεσα σε χίλιες. Το θαύμα άρχισε όταν είδα τη γυναίκα αυτή για πρώτη φορά… αλλά ίσως να είχε αρχίσει νωρίτερα. Τις σκέψεις μου, εκείνες για παράδειγμα που μετέφραζα στους στίχους μου, δεν πρέπει άραγε να τις θεωρήσω ως μια πρώτη και μακρινή αρχή;
Όμως το θαύμα θα είναι πλήρες όταν, εκεί στην εξοχή, θα υψώσω το ανάστημα μου στον ήλιο και θα ανοίξω τα λευκά μου άνθη και θ’ απλώσω τα χρυσαφένια μου φρούτα.
Περιμένοντας, η εξέλιξη είναι αργή, προοδευτική, ασυνείδητη, ανίκητη.
Όχι μόνον της ψυχής αλλά και του σώματος.
Δεν σας είπα ήδη πως όλη μου η σάρκα είχε εμποτιστεί από τη γλυκιά ευωδιά; Φανταστείτε, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε!
Μετά ήρθαν οι τελευταίες νύχτες. Μια φορά, μου είπε:
- Τώρα, σε λίγο, πρέπει να σ’ αφήσω.
Δε φοβήθηκα. Κάθε δευτερόλεπτο κοντά της ήταν μια αιωνιότητα, και, για άπειρες αιωνιότητες, τα ευτυχισμένα χέρια μου θα την αγκάλιαζαν ακόμα.
Το αποδέχτηκα λοιπόν κι εκείνη συνέχισε:
- Ξέρεις τι θα γίνει, Αστόλφε!
Συγκατένευσα λοιπόν και ρώτησα:
- Που θα πας;
Τότε, δυο δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της. Σηκώθηκε και τα μάτια της γυάλιζαν σαν μοναχικά αστέρια σε μια νυχτιάτικη, παγωμένη στέππα.
- Στην άλλη όχθη των θαλασσών, είπε, εκεί απ’ όπου ήρθα. Αλλά θα σου γράψω. Κι έπειτα, αργότερα, όταν θα ανθίσεις στην ύπαιθρο, όταν οι ήπιοι άνεμοι θα παίζουν στα κλαδιά σου, αργότερα, θα ξαναρθώ. Θα ξαναρθώ κοντά σου, πολυαγαπημένε, να ξαπλώσω κάτω απ’ τη σκιά. Θα αναπαυθώ κοντά σου, πολυαγαπημένε, και, μαζί σου, θα ονειρευτώ τα πιο γλυκά μας όνειρα.
Πολυαγαπημένε! έλεγε, πολυαγαπημένε! Και σαν τις πράσινες κληματίδες των κισσών που περιελίσσονται στους κορμούς, με αγκάλιασε…
Το τι συνέβη μετά, το ξέρετε ήδη, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε. Ένα βράδυ, πήγα στην έπαυλη και χτυπούσα μάταια το κουδούνι. Είχε φύγει, η έπαυλη ήταν έρημη. Κινητοποίησα αστυνομικούς και πράκτορες, έτρεχα σαν τρελός κάμποσες μέρες. Επιδόθηκα σε γελοίες παλαβομάρες, αλλά σας διαβεβαιώ, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε, πως όλ’ αυτά οφείλονται στο ότι ήμουν ερωτευμένος κι η αγαπημένη μου είχε εξαφανισθεί αιφνιδίως σαν από μαγικό ραβδί.
Οι συνάδελφοι μου με φρόντισαν με το παραπάνω. Αυτοί ήταν που τηλεγράφησαν στους γονείς μου. Έπειτα, ήρθε η μανιακή κρίση, αυτή που αποκαλείται καταστροφή και που, παρ’ όλα αυτά, εξηγείται τόσο εύκολα. Οι φίλοι μου, που, μετά τις τρέλες μου δε μ’ άφηναν μόνο ούτε στιγμή, παρατήρησαν πως παραμόνευα αδιάκοπα τον ταχυδρόμο. Και, όταν έφτασε το γράμμα, το γράμμα της, το πήραν από το διανομέα, στο δρόμο, καθώς ερχόταν να το παραδώσει. Σήμερα, ξέρω πολύ καλά πως η πρόθεση τους ήταν αγαθή: ήθελαν να με προστατεύσουν από κάθε καινούργιο ερεθισμό. Όμως, τη στιγμή που είδα τη σκηνή από το παράθυρο, λύσσαξα: μου φάνηκε βέβηλο το να αγγίξουν με τα χέρια τους το χαρτί, το να διαβάσουν με τα μάτια τους το γράμμα που μου είχε γράψει. Άρπαξα από τον τοίχο την ακονισμένη ξιφολόγχη και έτρεξα έξω. Τους φώναξα να μου επιστρέψουν το γράμμα: όταν αρνήθηκαν, χτύπησα με το όπλο μου το πρόσωπο εκείνου που το κρατούσε. Το αίμα ανάβλυσε και λέρωσε το γράμμα που του είχα αρπάξει με τη βία. Έτρεξα στο δωμάτιο μου, κλειδώθηκα και διάβασα το γράμμα.
Έλεγε:
«Αν μ’ αγαπάς, γίνε αυτό που είναι να γίνεις ολοκληρωτικά! Ω! θα ξανάρθω, θα ξανάρθω σε σένα, πολυαγαπημένε! Θα αναπαυθώ στη δροσιά της σκιάς σου και θα σου διηγηθώ γλυκά παραμύθια».
ΑΛΣΙΝΑ
Τώρα, τελείωσα, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε. Με έφεραν εδώ με πονηριά, αλλά σήμερα ευχαριστώ τη μοίρα που μ’ οδήγησε. Η έξαψη πέρασε, σ’ αυτή την αξιοθαύμαστη ανάπαυση ξαναβρήκα την ηρεμία μου. Κολυμπώ σ’ αυτό το γλυκό άρωμα που βγαίνει από μέσα μου και νιώθω πως αγγίζω το σκοπό και το τέλος μου. Ήδη, ο τρόπος που γράφω γίνεται βαρύς, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε, τα δάχτυλά μου δε θέλουν πια να πλησιάζουν το ένα το άλλο, πασχίζουν να ξεχωρίσουν μεταξύ τους σαν κλαδιά.
Το ίδρυμα σας βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο, υπέροχο πάρκο: εκεί έκανα τον περίπατο μου σήμερα το πρωί. Είναι τόσο μεγάλο και τόσο ωραίο. Ξέρω, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε, πως τα λόγια μου σας έχουν πείσει, ναι, έχω αυτή τη βεβαιότητα! Όταν έρθει η ώρα, και δε θ’ αργήσει, μην προσπαθήσετε να καθυστερήσετε την ολοκλήρωση αυτού που πρόκειται να συμβεί. Εκεί κάτω, πίσω από το μεγάλο λιβάδι, θα σταθώ, εκεί όπου παφλάζει ο καταρράκτης. Ξέρω, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε, πως θα με φροντίζετε: ο κηπουρός της Βόννης ξέρει από πορτοκαλιές, θα σας δώσει συμβουλές. Γιατί δε θέλω να φυτοζωώ, αλλά να μεγαλώνω και ν’ ανθίζω ώστε εκείνη να μπορεί να απολαύσει τη λάμψη μου.
Θα σας γράψει, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε, θα της δώσω τη διεύθυνση σας.
Και κάτι ακόμη: κάθε καλοκαίρι, όταν η κορυφή μου θα λάμπει με χίλια χρυσαφένια φρούτα, παρακαλώ να μαζεύετε τα ωραιότερα και να τα βάζετε σ’ ένα καλαθάκι. Και να της τα στέλνετε.
Όμως, θα πρέπει να τα συνοδεύετε και μ’ ένα μήνυμα – μ’ αυτές τις τρυφερές λέξεις που άκουσα μια νύχτα, στους δρόμους της Γρενάδα:
Κυρία, πάρε το πορτοκάλι – που μάζεψα απ’ το σιωπηλό κήπο. - Κυρία, πάρε το πορτοκάλι… - Όμως μην το κόψεις με το μαχαίρι. – Γιατί θα κόψεις την καρδιά μου – στο κέντρο του κόκκινου πορτοκαλιού!
Όμως το θαύμα θα είναι πλήρες όταν, εκεί στην εξοχή, θα υψώσω το ανάστημα μου στον ήλιο και θα ανοίξω τα λευκά μου άνθη και θ’ απλώσω τα χρυσαφένια μου φρούτα.
Περιμένοντας, η εξέλιξη είναι αργή, προοδευτική, ασυνείδητη, ανίκητη.
Όχι μόνον της ψυχής αλλά και του σώματος.
Δεν σας είπα ήδη πως όλη μου η σάρκα είχε εμποτιστεί από τη γλυκιά ευωδιά; Φανταστείτε, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε!
Μετά ήρθαν οι τελευταίες νύχτες. Μια φορά, μου είπε:
- Τώρα, σε λίγο, πρέπει να σ’ αφήσω.
Δε φοβήθηκα. Κάθε δευτερόλεπτο κοντά της ήταν μια αιωνιότητα, και, για άπειρες αιωνιότητες, τα ευτυχισμένα χέρια μου θα την αγκάλιαζαν ακόμα.
Το αποδέχτηκα λοιπόν κι εκείνη συνέχισε:
- Ξέρεις τι θα γίνει, Αστόλφε!
Συγκατένευσα λοιπόν και ρώτησα:
- Που θα πας;
Τότε, δυο δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της. Σηκώθηκε και τα μάτια της γυάλιζαν σαν μοναχικά αστέρια σε μια νυχτιάτικη, παγωμένη στέππα.
- Στην άλλη όχθη των θαλασσών, είπε, εκεί απ’ όπου ήρθα. Αλλά θα σου γράψω. Κι έπειτα, αργότερα, όταν θα ανθίσεις στην ύπαιθρο, όταν οι ήπιοι άνεμοι θα παίζουν στα κλαδιά σου, αργότερα, θα ξαναρθώ. Θα ξαναρθώ κοντά σου, πολυαγαπημένε, να ξαπλώσω κάτω απ’ τη σκιά. Θα αναπαυθώ κοντά σου, πολυαγαπημένε, και, μαζί σου, θα ονειρευτώ τα πιο γλυκά μας όνειρα.
Πολυαγαπημένε! έλεγε, πολυαγαπημένε! Και σαν τις πράσινες κληματίδες των κισσών που περιελίσσονται στους κορμούς, με αγκάλιασε…
Το τι συνέβη μετά, το ξέρετε ήδη, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε. Ένα βράδυ, πήγα στην έπαυλη και χτυπούσα μάταια το κουδούνι. Είχε φύγει, η έπαυλη ήταν έρημη. Κινητοποίησα αστυνομικούς και πράκτορες, έτρεχα σαν τρελός κάμποσες μέρες. Επιδόθηκα σε γελοίες παλαβομάρες, αλλά σας διαβεβαιώ, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε, πως όλ’ αυτά οφείλονται στο ότι ήμουν ερωτευμένος κι η αγαπημένη μου είχε εξαφανισθεί αιφνιδίως σαν από μαγικό ραβδί.
Οι συνάδελφοι μου με φρόντισαν με το παραπάνω. Αυτοί ήταν που τηλεγράφησαν στους γονείς μου. Έπειτα, ήρθε η μανιακή κρίση, αυτή που αποκαλείται καταστροφή και που, παρ’ όλα αυτά, εξηγείται τόσο εύκολα. Οι φίλοι μου, που, μετά τις τρέλες μου δε μ’ άφηναν μόνο ούτε στιγμή, παρατήρησαν πως παραμόνευα αδιάκοπα τον ταχυδρόμο. Και, όταν έφτασε το γράμμα, το γράμμα της, το πήραν από το διανομέα, στο δρόμο, καθώς ερχόταν να το παραδώσει. Σήμερα, ξέρω πολύ καλά πως η πρόθεση τους ήταν αγαθή: ήθελαν να με προστατεύσουν από κάθε καινούργιο ερεθισμό. Όμως, τη στιγμή που είδα τη σκηνή από το παράθυρο, λύσσαξα: μου φάνηκε βέβηλο το να αγγίξουν με τα χέρια τους το χαρτί, το να διαβάσουν με τα μάτια τους το γράμμα που μου είχε γράψει. Άρπαξα από τον τοίχο την ακονισμένη ξιφολόγχη και έτρεξα έξω. Τους φώναξα να μου επιστρέψουν το γράμμα: όταν αρνήθηκαν, χτύπησα με το όπλο μου το πρόσωπο εκείνου που το κρατούσε. Το αίμα ανάβλυσε και λέρωσε το γράμμα που του είχα αρπάξει με τη βία. Έτρεξα στο δωμάτιο μου, κλειδώθηκα και διάβασα το γράμμα.
Έλεγε:
«Αν μ’ αγαπάς, γίνε αυτό που είναι να γίνεις ολοκληρωτικά! Ω! θα ξανάρθω, θα ξανάρθω σε σένα, πολυαγαπημένε! Θα αναπαυθώ στη δροσιά της σκιάς σου και θα σου διηγηθώ γλυκά παραμύθια».
ΑΛΣΙΝΑ
Τώρα, τελείωσα, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε. Με έφεραν εδώ με πονηριά, αλλά σήμερα ευχαριστώ τη μοίρα που μ’ οδήγησε. Η έξαψη πέρασε, σ’ αυτή την αξιοθαύμαστη ανάπαυση ξαναβρήκα την ηρεμία μου. Κολυμπώ σ’ αυτό το γλυκό άρωμα που βγαίνει από μέσα μου και νιώθω πως αγγίζω το σκοπό και το τέλος μου. Ήδη, ο τρόπος που γράφω γίνεται βαρύς, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε, τα δάχτυλά μου δε θέλουν πια να πλησιάζουν το ένα το άλλο, πασχίζουν να ξεχωρίσουν μεταξύ τους σαν κλαδιά.
Το ίδρυμα σας βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο, υπέροχο πάρκο: εκεί έκανα τον περίπατο μου σήμερα το πρωί. Είναι τόσο μεγάλο και τόσο ωραίο. Ξέρω, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε, πως τα λόγια μου σας έχουν πείσει, ναι, έχω αυτή τη βεβαιότητα! Όταν έρθει η ώρα, και δε θ’ αργήσει, μην προσπαθήσετε να καθυστερήσετε την ολοκλήρωση αυτού που πρόκειται να συμβεί. Εκεί κάτω, πίσω από το μεγάλο λιβάδι, θα σταθώ, εκεί όπου παφλάζει ο καταρράκτης. Ξέρω, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε, πως θα με φροντίζετε: ο κηπουρός της Βόννης ξέρει από πορτοκαλιές, θα σας δώσει συμβουλές. Γιατί δε θέλω να φυτοζωώ, αλλά να μεγαλώνω και ν’ ανθίζω ώστε εκείνη να μπορεί να απολαύσει τη λάμψη μου.
Θα σας γράψει, κύριε υγειονομικέ σύμβουλε, θα της δώσω τη διεύθυνση σας.
Και κάτι ακόμη: κάθε καλοκαίρι, όταν η κορυφή μου θα λάμπει με χίλια χρυσαφένια φρούτα, παρακαλώ να μαζεύετε τα ωραιότερα και να τα βάζετε σ’ ένα καλαθάκι. Και να της τα στέλνετε.
Όμως, θα πρέπει να τα συνοδεύετε και μ’ ένα μήνυμα – μ’ αυτές τις τρυφερές λέξεις που άκουσα μια νύχτα, στους δρόμους της Γρενάδα:
Κυρία, πάρε το πορτοκάλι – που μάζεψα απ’ το σιωπηλό κήπο. - Κυρία, πάρε το πορτοκάλι… - Όμως μην το κόψεις με το μαχαίρι. – Γιατί θα κόψεις την καρδιά μου – στο κέντρο του κόκκινου πορτοκαλιού!