Κάθε άνδρας θα έδινε οτιδήποτε, ακόμη και τη ζωή του, για να τη νυμφευθεί. Και πράγματι, οι ζωές τους ήταν αυτό που έδιναν. Γιατί η Μοίρα είχε αποφασίσει πως κανένας θνητός δε θα νυμφευόταν ποτέ τη Βασίλισσα του Χιονιού. Παρ' όλα αυτα, πολλές γενναίες ψυχές έκαναν ότι μπορούσαν για να την πλησιάσουν, ελπίζοντας πάντα να τη μεταπείσουν.
Επιτρεπόταν στον καθένα που κατόρθωνε να φτάσει ως εκεί, να επισκεφθεί το μεγάλο παλάτι από πάγο με την κρυστάλλινη οροφή όπου βρισκόταν ο θρόνος της Βασίλισσας. Όμως τη στιγμή που θα εξομολογούταν τον έρωτα του και θα ζητούσε το χέρι της, χιλιάδες ξωτικά εμφανιζόντουσταν και τον άρπαζαν και τον πετούσαν πέρα από τους βράχους σε απύθμενες αβύσσους.
Δίχως την παραμικρή συγκίνηση, η Βασίλισσα θα παρακολουθούσε τη σκηνή, η από πάγο καρδιά της ήταν ανίκανη να νιώσει οτιδήποτε. Ο θρύλος του κρυστάλλινου παλατιού και της πανέμορφης άκαρδης Βασίλισσας εξαπλώθηκε μέχρι την πιο μακρινή κοιλάδα των Άλπεων, εκεί όπου έμενε ένας γενναίος κυνηγός. Γοητευμένος από το θρύλο, αποφάσισε να κινήσει και να δοκιμάσει την τύχη του. Αφήνοντας την κοιλάδα του, ταξίδευε για ημέρες μέσα στα βουνά και στα χιόνια αψηφόντας τον παγωμένο αέρα που λυσσομανούσε στις Άλπεις.
Πολλές φορές ένιωθε πως είχε χαθεί, όμως η σκέψη της πανέμορφης Βασίλισσας του Χιονιού του έδινε δύναμη ώστε να συνεχίζει την αναζήτησή του. Τελικά, μετά από πολλές ημέρες αναρρίχησης στα βουνά, είδε μπροστά του να αστράφτει κάτω από τον ήλιο το παλάτι του πάγου.
Μαζεύοντας όλο του το θάρρος, εισήλθε στο Δωμάτιο του Θρόνου. Αλλά μόλις είδε τη Βασίλισσα του Χιονιού, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την ομορφιά της που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη. Σαστισμένος και από ντροπή δεν τολμούσε να ανοίξει το στόμα του. Από θαυμασμό γονάτισε μπροστά στη Βασίλισσα για ώρες δίχως να μιλήσει. Η Βασίλισσα τον κοιτούσε σιωπηλά, σκεπτόμενη πως αφού δεν είχε ζητήσει το χέρι της ακόμη δεν υπήρχε λόγος να καλέσει τα ξωτικά.
Ξαφνικά, προς μεγάλη της έκπληξη, ανακάλυψε πως οι τρόποι του είχαν αγίξει την καρδιά της. Συνειδητοποίησε πως είχε αρχίσει να νιώθει μια κάποια τρυφερότητα για αυτόν το νεαρό. Ο χρόνος κυλούσε και η Βασίλισσα του Χιονιού δεν τολμούσε να παραδεχτεί ούτε καν στον ίδιο της τον εαυτό, πως αλήθεια θα ήθελε να παντρευτεί αυτόν το νεαρό.
Εν τω μεταξύ, τα ξωτικά παρακολουθούσαν την Κυρία τους. Στην αρχή τους προκάλεσε έκπληξη, μετά όμως άρχισαν να αναστατώνονται ολοένα και περισσότερο. Γιατί δικαίως φοβόντουσταν ότι η Βασίλισσά τους πιθανότατα ήταν έτοιμη να παραβιάσει το Νόμο και να προκαλέσει επάνω σε όλους την οργή της Μοίρας.
Βλέποντας πως η Βασίλισσα αργούσε να δώσει τη διαταγή για να ξεφορτωθούνε αυτόν τον επισκέπτη της, τα ξωτικά αποφασίσανε να πάρουν αυτά πρωτοβουλία. Ένα βράδυ, καθώς άρχιζε να σουρουπώνει, ξεγλυστρίσανε μέσα από τις ρωγμές των βράχων και συγκεντρώθηκαν γύρω από το νεαρό κυνηγό. Και τότε τον αρπάξαν και τον εκσφενδόνισαν στην άβυσσο. Η Βασίλισσα του Χιονιού παρακολούθησε ολόκληρη τη σκηνή από το παράθυρό της, μα τίποτα δεν μπορούσε να κάνει για να τα σταματήσει. Όμως, η παγωμένη καρδιά της πανέμορφης σκληρής νεράιδας έλιωσε.
Ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι της, το πρώτο και μοναδικό της δάκρυ ως τότε. Και το δάκρυ της Βασίλισσας του Χιονιού έπεσε επάνω σε μια πέτρα και εκεί μεταμορφώθηκε σε ένα μικροσκοπικό ασημόλευκο άστρο.
Αυτό ήταν το πρώτο Edelweiss... το λουλούδι που αναπτύσσεται μονάχα στις υψηλότερες, πιο απόκρημνες και απόμερες κορυφές, στην άκρη της αβύσσου...